Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

Πολλά χρόνια έχουν περάσει από τότε που πρωτοδιάβασα τον Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και «μυήθηκα» στα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη.
Πριν λίγες μέρες, το Έθνος, μου ξαναθύμισε τον σπουδαίο αυτό συγγραφέα, και, με άλλη, πολύ διαφορετική ματιά, (και λόγω ηλικίας και λόγω συγκυριών), ξαναδιάβασα, «ρούφηξα» τον Ζορμπά.

Πολλές φορές έχω νιώσει ότι οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν το μεγαλείο ανθρώπων και βιβλίων και καταστάσεων. Έτσι και τώρα. Τα λόγια κολλάνε, δυσκολεύομαι να βρω την επόμενη κουβέντα μήπως και αδικήσει τη γραφή του Καζαντζάκη.

Γι’ αυτό θα σωπάσω και θα αφήσω να μιλήσουν οι αριθμοί, που δεν είναι βέβαια πάντα ενδεικτικοί, όμως στην προκειμένη περίπτωση είναι απολύτως δικαιολογημένοι.

Ο Βίος και η Πολιτεία, λοιπόν, του Αλέξη Ζορμπά, όπως πληροφορήθηκα από την έκδοση του Έθνους και τον Νίκο Μαθιουδάκη που έκανε μία αξιοπρόσεκτη εισαγωγή, σύμφωνα και με το ΕΚΕΒΙ, «έχει ήδη καταγράψει περισσότερες από 580 εκδόσεις ξένων μεταφράσεων, σε πάνω από 40 γλώσσες διεθνώς» .

Δεν θα αναφέρω κάτι άλλο προς το παρόν, θα αφήσω να μιλήσει ο συγγραφέας, με την υπόσχεση όμως πως θα επανέλθω με ένα αφιέρωμα και στο βιβλίο, αλλά και στον αγαπημένο, λατρεμένο Καζαντζάκη.

………………………………………………………………………………………………………………….

1.-Να ξέραμε, αφεντικό, είπε, τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε. Να, όπως κι εμείς φωνάζουμε κι αυτά δεν ακούνε. Πότε θ’ ανοίξουν τ’ αυτιά του κόσμου, αφεντικό; Πότε θ’ ανοίξουν τα μάτια μας να δούμε; Πότε θ’ ανοίξουν οι αγκαλιές μας, πέτρες, λουλούδια και βροχή κι άνθρωποι ν’ αγκαλιαστούμε;

2….-Και ποιο ‘ναι το καλύτερό σου φαί, παππούλη;

-Όλα, όλα, παιδί μου. Είναι μεγάλη αμαρτία να λέμε: Ετούτο το φαί είναι καλό, εκείνο κακό!

-Γιατί ; Δεν μπορούμε να διαλέξουμε;

-Όχι, μαθές, δεν μπορούμε.

-Μα γιατί;

-Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πεινούνε.

Σώπασα ντροπιασμένος. Ποτέ δεν είχε μπορέσει η καρδιά μου να φτάσει σε τόση ευγένεια και συμπόνια.

3…. «Πήρα λοιπόν το τουφέκι μου και δρόμο! Μπήκα στ’ αντάρτικα, κομιτατζής. Μια μέρα, κατά το σούρουπο, τρύπωξα σ’ ένα βουλγάρικο χωριό και κρύφτηκα σ’ ένα στάβλο. Μέσα στο ίδιο το σπίτι του Βούλγαρου παπά, άγριου αιμοβόρου κομιτατζή. Έβγαζε τη νύχτα τα ράσα, φορούσε τσοπάνικα, έπιανε τ’ άρματα και τραβούσε κατά τα ελληνικά χωριά’ το πρωί γύριζε πίσω, ξημερώματα, πλένουνταν από τις λάσπες και τα αίματα κι έμπαινε στη λειτουργία. Τις μέρες εκείνες είχε σκοτώσει έναν Έλληνα δάσκαλο, απάνω στο στρώμα του, την ώρα που κοιμόταν. Μπήκα λοιπόν στο στάβλο του παπά και, περίμενα. Ξάπλωσα τα πίστομα απάνω στην κοπριά, πίσω από τα δυο βόδια, και περίμενα. Όπου κατά το βράδυ να σου και μπαίνει ο παπάς να ταΐσει τα ζωντανά του’ πέφτω απάνω του και τον σφάζω σαν αρνί. Του ‘κοψα τ’ αυτιά και τα πήρα’ έκανα, βλέπεις, συλλογή βουλγάρικα αυτιά’ και πήρα λοιπόν τ’ αυτιά του παπά κι έφυγα.

Σε λίγες μέρες έμπαινα πάλι στο ίδιο χωριό, μέρα μεσημέρι, κι έκανα τάχατε τον πραματευτή’ είχα αφήσει στο βουνό τ’ άρματά μου και μπήκα στο χωριό ν’ αγοράσω ψωμί, αλάτι και τσαρούχια για τα παλικάρια. Όπου, απόξω από ένα σπίτι, βλέπω πέντε μαυροφορεμένα ξυπόλητα παιδιά που κρατιούνταν χέρι και ζητιάνευαν. Τρία κοριτσάκια και δυο αγοράκια’ το μεγαλύτερο θα ‘ταν ως δέκα χρονών το μικρότερο ήταν ακόμα μωρό και το κρατούσε στην αγκαλιά της η πρωτοκόρη και το φιλούσε και τα χάιδευε να μην κλαίει. Δεν ξέρω πως, Θεού φώτιση, μου ‘ρθε και τα ζύγωσα:

-Ποιανού, είστε, βρε παιδιά; τα ρωτώ βουλγάρικα.

Το μεγαλύτερο αγόρι σήκωσε το μικρό του κεφαλάκι:

-Του παπά, αποκρίθηκε, που έσφαξαν προχτές στο στάβλο.

Τα μάτια μου θόλωσαν’ η γης στριφογύρισε σα μυλόμετρα’ ακούμπησα στον τοίχο, η γης στάθηκε.

-Ζυγώστε, βρε παιδιά! Είπα’ ελάτε κοντά μου.

Έβγαλα από το σελάχι μου τη σακούλα, γεμάτη λίρες τούρκικες και μετζίτια, γονάτισα κάτω, τ’ άδειασα καταγής.

-Να, πάρτε, φώναξα, πάρτε! πάρτε!

Τα παιδιά ρίχτηκαν χάμω και μάζευαν με τα χεράκια τους τα μετζίτια και τις λίρες.

-Δικά σας, δικά σας! φώναξα’ πάρτε τα!

Άφηκα όλο το πανέρι μου με τις πραμάτειες.

-Όλα δικά σας, πάρτε τα!

Κι ευτύς το ‘βαλα στα πόδια’ βγήκα από το χωριό, άνοιξα το πουκάμισό μου, έβγαλα την Άγια-Σοφιά που ‘χα κεντήσει, την έσκισα, την πέταξα κι έτρεχα… έτρεχα…

Κι ακόμα τρέχω!

Ο Ζορμπάς ακούμπησε στον τοίχο, στράφηκε και κοίταξε:

-Έτσι γλίτωσα, είπε.

-Γλίτωσες από την πατρίδα;

-Ναι, από την πατρίδα, αποκρίθηκε ο Ζορμπάς με ήσυχη σταθερή φωνή.

Κι ύστερα από λίγο:

-Γλίτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω. Όσο πάει και ξεκοσκινίζω’ αλαφρώνω. Πώς να σου το πω; Λευτερώνουμαι, γίνουμαι άνθρωπος.

Τα μάτια του Ζορμπά έλαμπαν, το φαρδύ του στόμα γελούσε ευχαριστημένο.

Ύστερα από λίγη σιωπή, πήρε πάλι φόρα’ η καρδιά του ξεχείλιζε, δεν μπορούσε να την κάμει κουμάντο:

-Μια φορά έλεγα: Ετούτος είναι Τούρκος και Βούλγαρος, ετούτος Έλληνας. Έχω εγώ κάμει πράματα για την πατρίδα, αφεντικό, που να σηκώνεται η τρίχα σου’ έσφαξα, έκλεψα, έκαψα χωριά, ατίμασα γυναίκες, ξεκλήρισα σπίτια… Γιατί; Γιατί, λέει, ήταν Βούλγαροι, Τούρκοι. Ου να χαθείς, παλιάνθρωπε, λέω συχνά στον εαυτό μου και τον μουντζώνω’ ου να χαθείς, κουτεντέ! Έβαλα μαθές γνώση, κοιτάζω τώρα τους ανθρώπους και λέω: Ετούτος είναι καλός άνθρωπος, εκείνος κακός. Δεν πάει να ‘ναι Βούλγαρος ή Ρωμιός; Το ίδιο μου κάνει’ είναι καλός, είναι κακός, αυτό μονάχα τώρα ρωτώ. Κι όσο γερνώ, ναι, μα το ψωμί που τρώγω, μου φαίνεται πως θ’ αρχίσω κι αυτό να μην το ρωτώ. Μωρέ, δεν πάει να ‘ταν καλός ή κακός! Όλους τους λυπούμαν, το σπλάχνο μου σκίζεται, όταν δω έναν άνθρωπο, κι ας καμώνουμαι πως δε μου καίγεται καρφί. Να, λέω, κι ο φουκαράς ετούτος τρώει, πίνει, αγαπάει, φοβάται, έχει κι αυτός το θεό του και τον αντίθεό του, θα τα κακαρώσει κι αυτός και θα ξαπλωθεί τέζα στο χώμα, θα τόνε φαν τα σκουλήκια… Ε τον κακομοίρη! Αδέρφια είμαστε όλοι… Κρέας για τα σκουλήκια!…»

4.Οι μισές δουλειές, μου ‘λεγε κάποτε, οι μισές κουβέντες, οι μισές αμαρτίες, οι μισές καλοσύνες έφεραν τον κόσμο στα σημερινά χάλια. Φτάσε, μωρέ άνθρωπε, ως την άκρα, βάρα και μη φοβάσαι! Πιο πολύ σιχαίνεται ο Θεός το μισοδιάολο παρά τον αρχιδιάολο!

5. –Μωρέ, το μηχανή είναι ο άνθρωπος! Της βάζεις ψωμί, κρασί, ψάρια, ραπανάκια, και βγαίνουν αναστεναγμοί, γέλια κι ονείρατα. Εργοστάσιο! Μέσα στο κεφάλι μας είναι, θαρρώ, ένας κινηματογράφος από κείνους που μιλούνε.

6. –Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές’ θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί’ τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε’ αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μιαν απόκριση.

Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη’ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

7.-Θαρρώ, Ζορμπά, μα μπορεί να κάνω και λάθος, πως τριών λογιών είναι οι άνθρωποι: Αυτοί που βάζουν σκοπό να ζήσουν, καθώς λένε, τη ζωή τους’ να φαν, να πιούν, να φιλήσουν, να πλουτήσουν, να δοξαστούν…

Έπειτα είναι αυτοί που σκοπό βάζουν όχι τη ζωή τους, παρά τη ζωή όλων των ανθρώπων νιώθουν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ένα και μάχουνται να φωτίσουν, ν’ αγαπήσουν, να ευεργετήσουν όσο μπορούν τους ανθρώπους.

Και τέλος είναι αυτοί που βάζουν σκοπό τους να ζήσουν τη ζωή του σύμπαντου’ όλοι, άνθρωποι, ζα, φυτά, άστρα, είμαστε ένα, η ίδια ουσία που μάχεται τον ίδιον φοβερόν αγώνα’ ποιόν αγώνα; να μετουσιώσει την ύλη και να την κάμει πνέμα.

Ο Ζορμπάς έξυσε το κεφάλι του:

-Είμαι ξεροκέφαλος, είπε, εύκολα δεν μπαίνω στο νόημα…

Ε μωρέ αφεντικό, και να μπορούσες αυτά που λες να τα χόρευες, να τα καταλάβω!

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά,
ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Αθήνα, 2013.

Προσθέστε ένα σχόλιο

Διαβάστε επίσης
Οι αξίες της ζωής μας προκύπτουν από την ανάγκη μας…
error: Το περιεχόμενο προστατεύεται από αντιγραφή !!