Διαβάζω για να ονειρευτώ, για να συναντήσω σκεπασμένα με το χώμα της λήθης παιδικά όνειρα, για να βρω όνειρα και όνειρα που χάθηκαν στους τέσσερις ανέμους, για να προϋπαντήσω τα αυριανά μου όνειρα, για να ζήσω ένα κομμάτι το μέλλοντος που μπορεί να μη μου δωριθεί.
Διαβάζω και για τις εποχές που διάβαζα και ξαναδιάβαζα μόνο τα σχολικά βιβλία, για να πάρω εκδίκηση για τα βιβλία που μου έλειψαν στα χρόνια της φτώχειας, για να στείλω βιβλία στη χαμοκέλα της νοσταλγίας και του παρελθόντος και ας μείνουν εκεί στον άχωρο χώρο της φαντασίας˙ όλο και κάτι μπορεί να συμβεί. Πάντα παράξενος δεν είναι ο κόσμος του βιβλίου;
Διαβάζω για να «χάνομαι» χωρίς να ξέρω καταπού πηγαίνω, χωρίς να με νοιάζει που θα με βγάλει η δοκιμασία, γιατί κάθε ανάγνωση είναι μια εξέταση του εαυτού σου, μια περιπέτεια στον κόσμο της ψυχής σου. Ανακατώνεσαι με ό,τι βρίσκεις μπροστά σου, με ό,τι φαντασιώνεσαι. Καμώνεσαι πώς είσαι άλλος, για να παρεισφρήσεις στων λογοτεχνικών ηρώων το παιχνίδι, στου συγγραφέα τα σκιρτήματα και όταν με το καλό επιστρέφεις – γιατί μετά το διάβασμα βιώνεις μια παλιννόστηση –, κρατάς τα ψυχανεμίσματά σου και πριν πολυξεθωριάσουν τα γεφυρώνεις με τα ομόλογα του επόμενου διαβάσματος και έτσι έχεις ένα κομμάτι του εαυτού σου μόνιμα ταξιδεμένο, σταθερά περιπλανώμενο˙ταξίδι για το ταξίδι, διάβασμα για το διάβασμα, Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη.
Διαβάζω με επιμέλεια και πάθος – ποιος είπε ότι δεν ταιριάζει η τάξη με το χάος; – για να δημιουργώ σχήματα και εικόνες χωρίς δεσμεύσεις και κανονισμούς, να παίρνω τον Οδυσσέα και να τον γνωρίζω στον Δον Κιχώτη και μετά να τους συστήνω στην Άννα Καρένινα, χωρίς να το ξέρουνε οι δημιουργοί τους – γιατί οι ήρωές τους είναι πνεύματα / δημιουργήματα του ανθρώπινου γένους – και να ξαναπλάθω τις μορφές των ηρώων με της δικής μου σκέψης τα υλικά. Και ερωτώ. Ποια μπορεί να είναι η καλύτερη έκφραση της δημιουργικότητάς μας απ’ αυτή την τεχνοτροπία, από της αιωνιότητας το διαρκές συγγραφικό και αναγνωστικό κουβεντολόι;
Διαβάζω για να φουντώνει όλο και πιο πολύ η φλόγα της επιθυμίας μου για να γράφω, γιατί η γραφή είναι το βαθύτερο νόημα του διαβάσματος. Ίσως να είμαι «βαρεμένος», γιατί θέλω πολύ και ποθώ διακαώς (καταπώς λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις), να φτιάχνω διαρκώς και αδιαλείπτως (μερικές φορές σηκώνομαι και από το κρεβάτι για να μη χάσω το ξεχωριστό, το φευγαλέο αγκίστρωμα της μακρινής σκέψης μου…), να φτιάχνω λοιπόν σημειώματα διπλωμένα σε μπουκάλια πεταμένα στον ωκεανό του χρόνου, με την ελπίδα όλο και κάποιος να τα βρει και να πει «α! υπήρξε και αυτός» και αυτή η κουβέντα του να ψηλαφίσει τα σβησμένα ίχνη των πατημασιών μου˙ και ποιος μπορεί να ξέρει, ίσως να είναι μια ανασύσταση ενός κομματιού του ειδώλου μου, ίσως και μια απόπειρα δραπέτευσής μου από την ανυπαρξία…
Διαβάζω γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή, ίσα – ίσα που προλαβαίνεις να πάρεις μια ανάσα, δεν καταφέρνεις ούτε καν να γνωρίσεις τον εαυτό σου (και αυτό είναι απαράδεκτο και αδικία πρώτη), δεν σου δίνει τη δυνατότητα να διορθώσεις ένα λάθος στου έρωτα το παιχνίδι. Και είναι το διάβασμα πολλαπλασιασμός του ειδώλου σου, καθρέφτες πολλαπλοί που σε διαμοιράζουνε και εσύ δεν ξέρεις καλά – καλά που είσαι. Είναι το διάβασμα πέρασμα σε παράλληλα σύμπαντα και γεύεσαι ζωές πολλές και ο διαμοιρασμός σου είναι μέθεξης άσκηση για να κατανοήσεις του Κόσμου και της ζωής τις άπειρες πτυχώσεις.
Διαβάζω για να μη με πάρουνε …αδιάβαστο, για να προλάβω να διαβάσω ό,τι έχω κατά νου, αν και νομίζω ότι άμα δει ο απόλυτα γενικός «καλοθελητής» / μεταφορέας του ανθρώπινου πνεύματος ότι δεν έχεις τελειώσει τα διαβάσματά σου, σε αφήνει, δεν θέλει να σε διακόψει (μερικοί ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να το κάνει γιατί δεν ξέρει που ακριβώς βρίσκεσαι αφού το πνεύμα σου είναι μακριά από το σώμα σου), μέχρι που να κάνεις το λάθος και αφήσεις το βιβλίο κατά γης και ξανασμίξει ύλη και πνεύμα και έτσι σε παγιδέψει ο απρόσκλητος μεταφορέας.
Γι’ αυτό και ισχυρίζομαι ότι “διαβάζω για να διαβάζω”, για να μη δώσω την ευκαιρία στον «καλοθελητή». Εκτός κι αν ξεχαστώ ή στον ύπνο μου συμβεί…
Του Νίκου Τσούλια