Η μάθηση
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας από την ” Πρακτική Φιλοσοφία” του Ε. Π. Παπανούτσου αποσπάσματα από την μαθητεία του “Η μάθηση’.
“Ένας σοφός της Ανατολής λέγεται ότι διατύπωσε το απόφθεγμα: “Έως τα δεκαπέντε μου χρόνια έπαιξα, έως τα εικοσιπέντε μου αγάπησα, έως τα τριανταπέντε μου πολέμησα, έως τα πενήντα μου κέρδισα, τώρα αρχίζω να μαθαίνω”.
Μόνο άν δώσουμε στο “μαθαίνω” μια ειδική σημασία: ”θεωρώ από ψηλά τα εγκόσμια”, ” εισδύω βαθύτερα στα προβλήματα του κόσμου και της ζωής”, με μια λέξη: “φιλοσοφώ”, μπορούμε -νομίζω-να εξηγήσουμε γιατί μέσα στο ρητό τούτο η μάθηση τοποθετείται στις τελευταίες δεκάδες του βίου. Εάν όμως θέλομε να κυριολεκτήσομε και να δώσομε στον όρο το ουσιαστικό και γενικό νόημά του, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο άνθρωπος “μαθαίνει” από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή της ζωής. Όσο είναι πραγματικά ζωντανός μαθαίνει, και όταν πάψει να μαθαίνει, είναι ήδη νεκρός και ας μην έχει ακόμη ταφεί… Τούτο θα φανεί καθαρά από την ανάλυση της έννοιας ” μάθηση”.
Με τη μάθηση (που είναι φαινόμενο καθολικό μέσα στο σύμπαν της ζωής) κάθε ζωντανό ον επιδιώκει και πραγματοποιεί δύο σκοπούς:
α. Δραστηριοποιεί και κατευθύνει τις δυνάμεις του για να προσαρμοστεί όσο γίνεται καλύτερα, στο φυσικό και ( αν είναι άνθρωπος) στο ιστορικό περιβάλλον.
β. Αποκτά την ικανότητα και τα μέσα να αλλάξει τούτο το περιβάλλον, να το αναμορφώσει, για να επιτύχει την ικανοποίηση των αναγκών και ( άν είναι άνθρωπος) των φιλοδοξιών του.
Κατά βάθος οι δύο αυτές διαδικασίες είναι αλληλένδετες και αλληλέγγυες, ή μία συμπληρώνει και εξασφαλίζει την άλλη. Για τούτο μπορούμε να τις συμπλέξομε μέσα σ΄ένα και τον ίδιο ορισμό. “Έμαθα” στη γενικότητά του σημαίνει ότι προσπάθησα και πέτυχα να προσαρμοστώ στους όρους του φυσικού και του ιστορικού κόσμου τόσο καλά, ώστε τον έκανα να προσαρμοστεί κ΄ εκείνος στις βλέψεις του. Κατ΄ αυτό τον τρόπο δεν υποτάσσομαι μόνο στις απαιτήσεις (τους νόμους) του, αλλά και αποτυπώνω απάνω του τη σφραγίδα μου, τον υποχρεώνω να με υπηρετήσει. Της μάθησης έργο είναι και το ένα και το άλλο.
Και επειδή ζωή θα πει ένταξη αλλά και κυριαρχία στο “περιβάλλον”, στο φυσικό και το ιστορικό (για τον άνθρωπο), κάθε ζωντανό ον μαθαίνει για να ζήσει, και ζει εάν και όσο μαθαίνει.[…]. Με τη μάθηση λοιπόν, κατά την πλατύτερη έννοιά της, όπως μπορούμε να μετατρέψουμε την έρημο σε περιβόλι, έτσι γινόμαστε ικανοί να αλλάξουμε και το ρεύμα της ιστορίας, να εγκαινιάσουμε μιαν άλλη αντίληψη των πραγμάτων, μιαν άλλη ευαισθησία, άλλα ηθικά μέτρα, άλλες κοσμολογικές ιδέες. Τότε η μάθηση φτάνει στο πλήρωμά της. Όταν είναι μεταβολή όχι μόνο του ευατού μας στη σχέση του με το φυσικό και ιστορικό κόσμο, αλλά και του φυσικού και ιστορικού κόσμου στη σχέση του μ΄εμάς.[….]
Πώς μπαίνει και φυλακίζεται μέσα στον κλειστό χώρο της απρόσωπης πολυωνυμίας ο νεοφερμένος στον κόσμο άνθρωπος, το έχει πει από καιρό απλά και σωστά ο Αριστοτέλης: μπαίνει με τη μίμηση. Αυτή είναι η πρώτη μορφή της μάθησης, όσα πρωτομαθαίνομε το μαθαίνομε με τη μίμηση: “To γαρ μιμείσθαι σύμφυτον τοις ανθρώποις εκ παίδων εστί. Και τούτο διαφέρουσι των άλλων ζώων ότι μιμητικώτατόν έστι και τας μαθήσεις ποιείται δια μιμήσεως τας πρώτας”. (Περί Ποιητικής ΙV, 1448 b, 2-4). Aς σημειωθεί όμως ότι η “μίμηση” έχει μεγάλο πλάτος.
Δεν είναι μόνον ο πιθηκισμός, η μηχανική επανάληψη ενός μορφασμού, μιας χειρονομίας, μιας σειράς φθόγγων κτλ. αλλά γενικά η αποτύπωση αυτού που βλέπομε, η χωρίς αντίσταση παραδοχή αυτού που ακούμε, η απομνημόνευση και εκτέλεση των σωματικών και των διανοητικών χειρισμών που μας έχουν εντυπωσιάσει για την ευκολία και την αποτελεσματικότητα τους κ.ο.κ. Τούτο το πρώτο και κατώτερο στάδιο της μάθησης θα το ονομάσουμε ετερόφωτη, ετερόνομη, ανεύθυνη μάθηση. Είναι μια μάθηση που παίρνει το φως από αλλού, το νόμο της από αλλού, και δεν σηκώνει η ίδια το βάρος της ευθύνης. Όσα, στο στάδιο τούτο, αισθανόμαστε, σκεπτόμαστε, εγκρίνουμε, αποδοκιμάζομε, λέγομε και πράττομε άλλοι το έχουν αντιληφθεί, κρίνει και καθιερώσει. Εμείς τα βρήκαμε έτοιμα και χωρίς ούτε να τα συζητήσουμε ούτε να τα βασανίσομε, τα ντυνόμαστε όπως ένα φόρεμα, ή καλύτερα τα κολλούμε επάνω μας σαν το δέρμα μας που δεν το αποβάλλομε. Στην ετερόφωτη μάθηση έχουν τη ρίζα τους οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι τριμμένες αλήθειες, και επειδή οι έξεις αυτές έχουν περάσει πια μέσα στη νόηση και στο θυμικό μας, όταν καμιά φορά συλλάβομε τον εαυτό μας να δυσπιστεί ή να λοξοδρομεί, του καταλογίζουμε βαρύ λάθος και έχομε αίσθημα ενοχής.
Δεν δεχόμαστε ότι είναι δικαίωμά μας η ελευθερία να βγούμε έξω από το μεγάλο ποτάμι της “παράδοσης” που όλους μάς έχει πάρει μαζί του και μας κυλάει με τα νερά του. Όπως, όταν ακούσομε το συνομιλητή μας να κατασκευάζει μια φράση παραβαίνοντας τους συντακτικούς νόμους της γλώσσας ή τη σημασιολογία του λεξικού της, τον επιτιμούμε με την παρατήρηση: “Όχι! αυτό δεν λέγεται”, επειδή έχομε την εντύπωση ότι ανατρέπει κάτι αμετακίνητο, έτσι και όταν πιάσομε τον εαυτό μας να βιάζει τον κώδικα των “κοινών τόπων”, έχομε αίσθημα ενοχής και εξεγειρόμαστε σα να επιχειρούμε κάτι ανεπίτρεπτο.
Αγκύλωση του πνεύματος είπαν το φαινόμενο τούτο και αγκύλωση παράδοξη, αφού όποιος την έχει δεν καταλαβαίνει το πάθημά του, αλλά νομίζει ίσα-ίσα (και ειρωνεύεται) τους άλλους που θέλουν να απαλλαγούν απ΄ αυτό ότι είναι άνθρωποι -με διπλή σημασία της λέξης- καινοτόμοι και ανισόρροποι. Η μεταφορά είναι λίγο σκληρή, αλλά και επιτυχημένη. Μας βοηθεί να εννοήσομε πως και, καθώς συμπιέζεται μέσα σε στερεότυπα σχήματα, παραμορφώνεται χωρίς τη συνείδηση ότι τούτο αποτελεί μια από χρόνους μακρούς και ερήμην αυτού καλλιεργημένη και παγιωμένην εκτροπή.
Έτσι ακόμη μπορούμε να εξηγήσομε γιατί οι άνθρωποι οι σπάνιοι και εκλεκτοί, οι μεγάλοι πρωτοπόροι (για τους οποίους αυτοπαρηγορούμενοι λέγομε ότι “ήρθαν πολύ γρηγορότερα από την εποχή τους” ), όταν επιχειρήσουν να κάνουν ανάταξη στο πνεύμα μας, να ξαναφέρουν δηλαδή τα αγκυλωμένα μέλη μας στην αρχική τους κατάσταση, μας προκαλούν πόνους και θεωρούνται επικίνδυνοι κακοποιοί…. Όποιος έρχεται να μας προσθέσει γνώση, θα μας προσθέσει πόνο. Η μάθηση που σκοπεύει και υπόσχεται να δώσει την ελευθερία στο πνεύμα μας, να το αποδεσμεύσει από τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες, τις έτοιμες αλήθειες και αξιοθεσίες, ποτέ δεν είναι ευχάριστη. Και γίνεται δεκτή ( όταν και όσο γίνεται δεκτή) με έκπληξη και αμηχανία, φόβο και οδύνη.
Απέναντί της έχει ο ανύποπτος άνθρωπος το αίσθημα ότι εγκαταλείπεται και υποχρεώνεται να κολυμπήσει μόνος σε βαθιά νερά. Έως την ώρα εκείνη είχε το σωσίβιο που τον διευκόλυνε να στέκεται στην επιφάνεια άνετα και σίγουρα: τη γλώσσα που μιλούν “όλοι”, τα ήθη που έχουν “όλοι’, τα μέτρα που μεταχειρίζονται ήσαν δεμένα και από την αδράνεια ναρκωμένα, και να κολυμπήσει με τις δικές του δυνάμεις και με ευθύνη των δικών του αντιλήψεων, της δικής του ευαισθησίας, της δικής του αρετής. Πώς να μην τον πιάσει τρόμος, αγωνία, απόγνωση;
“Μαθαίνω σημαίνει όχι μόνο συλλέγω εξακριβωμένα γεγονότα, αλλά και τα κατανοώ. Και κατανοεί εκείνος που δεν δέχεται απλώς τα δεδομένα που του προσφέρονται, και όπως του προσφέρονται, αλλά και τα επεξεργάζεται με το νου του. Με αυτόν περίπου τον τρόπο επεξεργάζεται λογικά τα δεδομένα ενός θέματος εκείνος που θέλει να τα εννοήσει. Προσπαθεί όχι απλώς να τα πληροφορηθεί, αλλά και να τα “μάθει”.
Ευχαριστούμε, Δάσκαλε!