Η παιδεία της κριτικής σκέψης

Η κριτική σκέψη και γενικά η πνευματική δραστηριότητα σχετίζονται σημαντικά με τη βιολογική-ψυχολογική και κοινωνική ωριμότητα και τη νοημοσύνη του ατόμου. Πολλοί άνθρωποι έχουν την ξεχωριστή ικανότητα να είναι κριτικοί στη σκέψη τους, όμως το σχολείο είναι αυτό που θα οξύνει την ικανότητα αυτή. Αλλά και αυτοί που έχουν το φυσικό χάρισμα της κριτικής σκέψης γιατί να μην το καλλιεργήσουν;

Η δυνατότητα καλλιέργειας της κριτικής σκέψης και η πεποίθηση ότι αυτή µπορεί να διδαχθεί επιβεβαιώνεται ερευνητικά. Σήμερα θεωρείται ότι η διδασκαλία της κριτικής σκέψης μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη εξειδικευμένων χαρακτηριστικών της σκέψης όπως είναι η καθαρότητα, η σαφήνεια, η ακρίβεια, η συνέπεια, η λογικότητα, η εμβάθυνση, η ολοκλήρωση, η αμεροληψία και η επάρκεια.

Προϋπόθεση για την ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών της σκέψης είναι η εκτεταμένη εξάσκηση και η μακροχρόνια καλλιέργεια ως αποτέλεσμα της εκπαίδευσης των μαθητών ξεκινώντας από τις μικρότερες ηλικίες, θέτοντας στόχους και χρησιμοποιώντας μέσα κατάλληλα προσαρμοσμένα στην κάθε ηλικία ή ομάδα. Όμως, οι ατομικές και κοινωνικές παράμετροι καθορίζουν τον τρόπο µε τον οποίο ο καθένας χρησιμοποιεί ή όχι αυτά τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά της σκέψης και συχνά συμβάλλουν στην επιλεκτική χρήση τους. Δύσκολα οι κοινωνίες ή οι οργανωμένες ομάδες αποδέχονται τα μέλη τους που αναγνωρίζουν λογικότητα ή αντικειμενικότητα ή δικαιοσύνη στα επιχειρήματα ή τις θέσεις αντιπάλων.

Η σκέψη είναι εργαλείο δύναµης και επικράτησης αλλά η κριτική σκέψη, μπορεί να συμβάλει στην ακύρωση της υποκειμενικότητας και την άρση της προκατάληψης. Θέλουµε να διαμορφώσουμε μαθητές µε κρίση και ανοιχτό μυαλό, δεκτικούς στις προκλήσεις, πρόθυμους να αναγνωρίσουν το δικαίωμα των άλλων και συνεπώς του εαυτού τους στη διαφορετικότητα, αναζητητές και δημιουργούς του νέου, του πρωτότυπου και του καλύτερου, ενήμερους και ώριμους να διαχειριστούν το απρόβλεπτο, να δαμάσουν το άγνωστο και να προβλέψουν τα επερχόμενα.

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών μπορεί να ιδωθεί μέσα από το τρίπτυχο της οργάνωσης δραστηριοτήτων για καλλιέργεια και εξάσκηση, της διδασκαλίας τεχνικών, στρατηγικών λύσης προβλήματος και μοντελοποίησης, καθώς και της αξιολόγησης της κριτικής σκέψης.

Συγκεκριμένα αναμένεται οι εκπαιδευτικοί:

  • Να οργανώνουν τη διδασκαλία των μαθημάτων µε τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η εμπλοκή των μαθητών σε καταστάσεις προβληµατισµού τέτοιες που να προκαλούν το ενδιαφέρον και να είναι όσο πολύπλοκες και ρεαλιστικές που να ταιριάζουν στην κάθε ηλικία ή ομάδα παιδιών,
  • Να ενθαρρύνουν τους μαθητές να διατυπώνουν μέσα στην καθημερινή πρακτική του μαθήματος κρίσεις και αξιολογήσεις βασιζόμενοι σε επιχειρήματα, μέτρο της ποιότητας των οποίων να είναι η σαφήνεια, η συνέπεια, η λογικότητα και η αμεροληψία τους και, τέλος,
  • Να αναζητούν και να προκαλούν στις αξιολογήσεις που κάνουν ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης και διατύπωση κριτικής επιχειρηµατολογίας απέναντι σε θέσεις τρίτων, και απέναντι σε κοινωνικά ή ιστορικά γεγονότα.

Η καλλιέργεια και ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, ως ενός από τους σκοπούς του σχολείου, αναπτύσσεται, όταν η απόκτηση της γνώσης πραγματώνεται μέσα από

  • τον σχηματισμό εννοιών και γενικεύσεων,
  • την κατανόηση των δομών της οργανωμένης γνώσης,
  • την απόκτηση βασικών δεξιοτήτων που τελειοποιούν την διαδικαστική γνώση και
  • την ανάπτυξη στρατηγικών επίλυσης γνωστικών και ηθικοκοινωνικών προβλημάτων» (Η. Ματσαγγούρας, 1994).

Τα μαθηματικά είναι μάθημα που εκ της φύσεως του, αφού διέπεται από δομημένες έννοιες και ακολουθεί παραγωγικές, αποδεικτικές διαδικασίες, συμβάλλει στη διαμόρφωση κριτικού πνεύματος. Όμως και τα άλλα μαθήματα, όταν ο εκπαιδευτικός ενδιαφέρεται πραγματικά για το μαθητή, προσφέρονται για τη δημιουργία κριτικής σκέψης.

Η Γεωγραφία λ.χ. που μας δίνει πληροφορίες για ένα σημείο του πλανήτη, όπως οι συντεταγμένες, το κλίμα η σύσταση του εδάφους κ.ά., μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση του πολιτισμού του συγκεκριμένου χώρου σε συνδυασμό με την ιστορία του σημείου αυτού. Αλλά και μέσα από το μάθημα της Ιστορίας μπορεί να καλλιεργηθεί το κριτικό πνεύμα.

Η πληροφορία ενός ιστορικού γεγονότος είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον χώρο, τον χρόνο, τις κοινωνικές συνθήκες, τη γνώση της Τεχνολογίας, τις θρησκευτικές και ιδεολογικές απόψεις, την πολιτική κατάσταση κλπ., τα οποία, όταν ιδωθούν με κριτικό πνεύμα, θα βοηθήσουν στην καλύτερη ερμηνεία του γεγονότος και θα δώσουν στο μαθητή την ευκαιρία όχι μόνον να πληροφορηθεί για ένα συγκεκριμένο γεγονός αλλά και να οξύνει την κριτική του ικανότητα. Έτσι θα μάθει, για παράδειγμα, ότι όλες οι μονιστικές θεωρίες είναι ελλιπείς και ότι όλα σχεδόν τα θέματα απαιτούν διαθεματική προσέγγιση και θεώρηση.

Είναι σαφές ότι προϋπόθεση για σωστή οργάνωση, διδασκαλία και αξιολόγηση της ικανότητας για κριτική σκέψη είναι να γνωρίζουν και να κατανοούν οι εκπαιδευτικοί τον τρόπο που σκέφτονται οι μαθητές, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στο να αναπτύξουν κριτική σκέψη, τι προκαλεί αυτές τις δυσκολίες – αν δηλαδή είναι αποτέλεσμα της αναπτυξιακής φάσης στην οποία βρίσκονται ή των ατομικών τους διαφορών – και τρόπους υπέρβασης των δυσκολιών. Εξάλλου, βασική αρχή για κάθε τέτοια προσπάθεια είναι ότι για να δράσει κανείς προς μια κατεύθυνση πρέπει πρώτα να δει και να γνωρίσει προς τα πού κατευθύνεται. Αν το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη κριτικά σκεπτόμενων μαθητών, τότε οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν τι κάνουν, να θέτουν στόχους, να παρακολουθούν την πρόοδο και να προσαρμόζουν αναλόγως τα επόμενα βήματα μέσα στο πλαίσιο της διαφοροποίησης στη διδασκαλία και τη μάθηση.

Σαφώς δεν υπάρχει συνταγή σωστής διδασκαλίας των ανώτερων μορφών σκέψης. Αλλά, αναμένεται ότι οι εκπαιδευτικοί πέραν από την οργάνωση, τη διδασκαλία και την αξιολόγηση θα είναι ευέλικτοι, θα αναγνωρίζουν και θα σέβονται τις ατοµικές διαφορές των μαθητών τους, θα είναι θετικοί προς την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και πρωτίστως θα είναι οι ίδιοι πρότυπα κριτικής σκέψης.

Ο εκπαιδευτικός, αναγνωρίζοντας και σεβόμενος τα προσωπικά χαρακτηριστικά των μαθητών του, τόσο σε ότι αφορά τα αδιαφοροποίητα (Χαρακτηριστικά προσωπικότητας, Κοινωνικοοικονομικό Επίπεδο, Εθνικότητα, Φύλο) , όσο και σε ότι αφορά τα εν δυνάμει μεταβαλλόμενα (Γνωστικό ή μαθησιακό στυλ, Προσδοκίες, Κίνητρα ως προς το διδακτικό αντικείμενο ή την εν γένει σχολική ζωή, Μαθησιακή ετοιμότητα, Επιμονή) προσπαθεί να ενεργοποιήσει κάθε μαθητή ξεχωριστά. Η θεωρία της αυτορρύθμισης (self-regulation) είναι το θεωρητικό πλαίσιο το οποίο ο εκπαιδευτικός μπορεί να αξιοποιήσει ώστε να αυξήσει τις προσδοκίες των μαθητών του βοηθώντας τους:

  • Να θέτουν συγκεκριμένους, εξατομικευμένους επικείμενους στόχους,
  • Να υιοθετούν στρατηγικές για την επίτευξη των στόχων,
  • Να παρακολουθούν την απόδοση τους και να εντοπίζουν σημεία προόδου,
  • Να μαθαίνουν πώς να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τον χρόνο τους,
  • Να αξιολογούν και να αναπροσαρμόζουν τις μεθόδους τους,
  • Να αναζητούν τα αίτια στα αποτελέσματα.

Μέσα από το σχήμα αυτό οι μαθητές καταφέρνουν να μετατρέπουν τις νοητικές τους ικανότητες σε ακαδημαϊκές δεξιότητες και να κατακτούν τον τρόπο του πώς να μαθαίνουν, που αποτελεί άλλωστε τον πρωταρχικό στόχο κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Ο καλός εκπαιδευτικός δραστηριοποιεί τους μαθητές και τους προτρέπει να εκφράζουν τις ιδέες τους μέσα στην τάξη. Είναι φυσικό πολλές από αυτές να χαρακτηρίζονται από ανωριμότητα, όμως άλλες μπορεί να είναι αξιόλογες. Ο καλός εκπαιδευτικός έχει την ευελιξία να χρησιμοποιεί τις απαντήσεις των μαθητών του ως αφορμή για συζήτηση και κριτική θεώρηση μέσα στην τάξη. Ο αποτελεσματικός εκπαιδευτικός κάνει πολλές και διαβαθμισμένες ερωτήσεις, τόσο αποτελέσματος και ανάκλησης γνώσεων (product) όσο και διαδικασίας (process). Επιδιώκει, μέσα από τις ερωτήσεις, την καλλιέργεια και εμπέδωση μαθησιακού κλίματος όπου αναγνωρίζεται τόσο η κατακόρυφη διάσταση της επικοινωνίας (εκπαιδευτικός – μαθητής) όσο και η οριζόντια διάσταση (μαθητής – μαθητής). Επιπλέον φροντίζει ώστε οι διάδρομοι αυτοί της επικοινωνίας μέσα στο μάθημα να είναι αμφίδρομοι (καθηγητή προς μαθητή αλλά και μαθητή προς καθηγητή).

Η συνεργασία μαθητών Εκπαιδευτικού μπορεί να επιτευχθεί μόνον όταν η σχέση του με τους μαθητές είναι θετική και το κλίμα κατάλληλο. Ενώ η αποδοχή του παιδαγωγού από μέρους των μαθητών του είναι πρωταρχικής σημασίας. Αντίθετα η ψυχολογική απόρριψή του λειτουργεί ως τροχοπέδη και ανασταλτικό στοιχείο επικοινωνίας και αναζήτησης της αλήθειας.

Καμιά μέθοδος και κανένα διδακτικό μοντέλο δεν είναι αποτελεσματικό χωρίς προηγούμενη συστηματική προεργασία από μέρους του διδάσκοντα. Η ύλη που θα προσφέρει, ο τρόπος που θα την επεξεργασθεί με τους μαθητές του, οι τελικοί σκοποί όλης της διαδικασίας προετοιμάζονται με προσοχή ώστε να εμπεδωθεί το νέο υλικό και να καταχωρηθεί στη μνήμη των μαθητών αφού περάσει από κριτική ανάλυση και επεξεργασία. Καμιά συζήτηση για καλλιέργεια κριτικής σκέψης δεν έχει νόημα χωρίς την παροχή πρωταρχικά πλούσιου γνωσιολογικού υλικού με όλα τα μέσα που διαθέτει η εκπαιδευτική οργάνωση και τεχνολογία (σχολικό και εξωσχολικό βιβλίο, εικόνες, πίνακες,, διαφάνειες, στατιστικά στοιχεία, εποπτικό- ακουστικό υλικό κάθε είδους, πείραμα, αρχειακά γραπτά κείμενα, επισκέψεις σε εξειδικευμένους χώρους, κ.ά.).

Για να συγκρίνουμε δύο ή περισσότερα αντικείμενα, να τα αντιπαραβάλουμε και να εξετάσουμε κάθε εκδοχή, πτυχή, άποψη, θέση, ενδεχόμενο είναι ανάγκη να τα γνωρίσουμε, να τα μελετήσουμε, να τα εξετάσουμε με κάθε λεπτομέρεια. Το γεγονός ότι είμαστε ανοιχτοί και έτοιμοι χωρίς προκαταλήψεις να δεχθούμε καθετί νέο, δεν σημαίνει ότι μας απαλλάσσει από την προσεκτική μελέτη και έρευνα. Αντίθετα μάλιστα μας υποχρεώνει σε ενδελεχή εξέταση, συλλογή δηλαδή κάθε σχετικής πληροφορίας που έχει σχέση με το θέμα.

Το πνεύμα της εποχής, τόσο πάνω σε σύγχρονα κοινωνικά θέματα όσο και σε ιστορικά, δεν μπορεί να αγνοείται σε καμιά περίπτωση. Ποτέ δε θα είναι ορθή η ερμηνεία και η κατανόηση μιας ανθρώπινης δραστηριότητας χωρίς τη γνώση της επικρατούσας νοοτροπίας. Θέματα Επιστήμης, διοίκησης, πολιτικής, ηθών-εθίμων, κοινωνικών συγκρούσεων, ανθρώπινων σχέσεων, οικογενειακής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής κ.ά. μένουν ανεξήγητα χωρίς την εξέτασή τους σε συνδυασμό με τα ιδεολογικά, θρησκευτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της συγκεκριμένης εποχής. Συμπεριφορές και στάσεις ζωής των ανθρώπων μιας χρονικής περιόδου ή μιας περιοχής φαίνονται σε άλλους ανθρώπους ως περίεργες και παράλογες ακριβώς επειδή υπάρχει άγνοια της επικρατούσας νοοτροπίας στον συγκεκριμένο χώρο-χρόνο. Οι σημερινοί μαθητές είναι οι αυριανοί πολίτες και ηγέτες αυτού του τόπου. Φεύγοντας από το σχολείο απαιτείται να είναι εφοδιασμένοι µε γνώσεις και δεξιότητες που θα τους επιτρέψουν να δημιουργούν, να κρίνουν και να αξιολογούν µε ανοιχτό µυαλό και αυστηρά κριτήρια εναλλακτικές επιλογές σε ατοµικό και συλλογικό επίπεδο και να παίρνουν αποφάσεις που θα οδηγούν τους ίδιους ή και το σύνολο σε ανάπτυξη και πρόοδο.

Βιβλιογραφία

  1. Κυριακίδης ,Π. (2006). Κριτική σκέψη. Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης.
  2. Δημητρίου, Α. (2009). Η ανάπτυξη της δημιουργικής και κριτικής σκέψης στα σχολεία: σκέψεις, εισηγήσεις και προσδοκίες. Εγκύκλιοι ΥΠΠ προς τους εκπαιδευτικούς.
  3. Ματσαγγούρας, Η. (1994). Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας. Στρατηγικές διδασκαλίας: Από την πληροφόρηση στην κριτική σκέψη, Τομ. Β΄ Αθήνα.
  4. Brookfield, S. (2011). Teaching for critical thinking: Ηelping students question their assumptions. San Francisco CA: John Wiley & Sons.

ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΟΥΗ

Προσθέστε ένα σχόλιο

Διαβάστε επίσης
Η «διαχείριση της σχολικής τάξης» Από τα βασικότερα θέματα σχολικής…