Κριτικός στοχασμός
Η κορωνίδα του μετασχηματισμού
Ο Mezirow παρουσιάζει δύο παραλλαγές του κριτικού στοχασμού:
Α) Κριτικός στοχασμός των παραδοχών,
ο οποίος επικεντρώνεται στην κριτική αποτίμηση των βασικών υποθέσεων άλλων και μπορεί να συντελεστεί μέσω αντικειμενικής αναπλαισίωσης. Οι παραδοχές των άλλων μπορούν να εκδηλωθούν μέσα σε μια αφήγηση (π.χ. κριτική ανάλυση ενός κειμένου, μιας ομιλίας, ενός έργου τέχνης) ή σε μια, προσανατολισμένη στην απόδοση, επίλυση προβλήματος (π.χ. μάθηση κατά την πράξη). Στόχος της διεργασίας είναι η αποτίμηση της αλήθειας ή η δικαιολόγηση των εξεταζόμενων παραδοχών.
Β) Κριτικός αυτοστοχασμός των παραδοχών,
ο οποίος επικεντρώνεται στην αποτίμηση των δικών μας βασικών υποθέσεων και μπορεί να συντελεστεί μέσω υποκειμενικής αναπλαισίωσης. Η υποκειμενική αναπλαισίωση εστιάζει κυρίως στην κριτική μιας θεμελιακής υπόθεσης, βάσει της οποίας θέτουμε και αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα. Για παράδειγμα, είναι μια γυναίκα που ενώ επιθυμεί να ξεκινήσει επαγγελματική σταδιοδρομία, διστάζει διότι σκέφτεται ότι «η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι», στη συνέχεια ωστόσο αμφιβάλλει για την εγκυρότητα και τη λειτουργικότητα αυτής της παραδοχής και αρχίζει να ψάχνει με ποιον τρόπο διαμορφώθηκε μέσα της αυτή η πεποίθηση, αν πρέπει να ανασκευαστεί και πώς. Η κριτική ανάλυση στο επίπεδο του αυτοστοχασμού αφορά κυρίως τις ψυχολογικές (γιατί αισθάνομαι όπως αισθάνομαι, πώς διαμορφώθηκα ως εαυτός -ως άτομο, ως προσωπικότητα) και τις επιστημολογικές (γιατί σκέφτομαι όπως σκέφτομαι, -πώς έμαθα αυτά που ξέρω, γιατί πιστεύω αυτά που πιστεύω) παραδοχές μας.
Ο κριτικός αυτοστοχασμός μπορεί να αφορά παραδοχές που έχουμε υιοθετήσει σχετικά:
- με τον εαυτό μας (αφηγηματικός),
- με το πολιτισμικό σύστημα στο οποίο ζούμε (συστημικός),
- με το χώρο εργασίας μας (οργανωσιακός),
- με την ηθική πλευρά της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ακολουθούμε (ηθικός, δεοντολογικός),
- με τα αισθήματα και τις προδιαθέσεις μας (θεραπευτικός) και
- με τις αιτίες, τη φύση και τις συνέπειες του πλαισίου αναφοράς, εντός του οποίου εκδηλώνουμε την προδιάθεση να μαθαίνουμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο και να θέτουμε συγκεκριμένους στόχους (επιστημολογικός).
Οι διαστρεβλωμένες λοιπόν βασικές υποθέσεις και παραδοχές που καλείται να αμφισβητήσει, ελέγξει, αξιολογήσει και να ανασκευάσει ο κριτικός στοχασμός είναι:
- Επιστημολογικές, που σχετίζονται με τη φύση, το χαρακτήρα και τη χρήση της γνώσης
- Κοινωνικοπολιτισμικές, που σχετίζονται με κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές παραμέτρους, όπως οι σχέσεις εξουσίας, οι κοινωνικές και ταξικές σχέσεις και ιδεολογίες.
- Ψυχολογικές, που έχουν να κάνουν με «πρότερες υποθέσεις που προκαλούν αδικαιολόγητο άγχος, το οποίο εμποδίζει το άτομο να δράσει, π.χ. παιδικά τραύματα.
Στο επίπεδο της κριτικής αποτίμησης των παραδοχών, δεν αρκεί μόνο να αναρωτιόμαστε «τι δεν έκανα σωστά;», αλλά εσωτερικεύουμε τα ερωτήματα και σκεφτόμαστε «μετα-γνωστικά», δηλαδή λέμε «μάλλον αυτά που ήξερα για το θέμα, αυτά που πίστευα, αυτά πάνω στα οποία βάσιζα τη συμπεριφορά και τις προσδοκίες μου, είναι λάθος ή ακατάλληλα και ανεπαρκή για τούτη τη συγκεκριμένη περίπτωση, ίσως και γενικά. Μήπως πρέπει να αλλάξω κάτι στον τρόπο που σκέφτομαι και ενεργώ;».
Για την άσκηση του κριτικού στοχασμού, προαπαιτείται ένα αυξημένο επίπεδο προσωπικής γνωστικής ωριμότητας. Ο Μezirow έχει επίσης συνδέσει ρητά την ενεργοποίηση του κριτικού στοχασμού με την ύπαρξη δημοκρατικών συνθηκών, τέτοιων που να επιτρέπουν την ελεύθερη σκέψη και τον ανοιχτό διάλογο. Το ερώτημα που μπορεί να τεθεί σε αυτό το σημείο, είναι: Μπορεί να υπάρξει πραγματικά ανεξάρτητος και ανεπηρέαστος από παραδοχές και προϋποθέσεις – παραγόμενες από το πλαίσιο εντός του οποίου σκεπτόμαστε και δρούμε – κριτικός στοχασμός;
Βιβλιογραφική αναφορά
- Λιντζέρης Π., 2007. «Η σημασία του κριτικού στοχασμού και του ορθολογικού διαλόγου στη θεωρία του Jack Mezirow για τη μετασχηματίζουσα μάθηση». ΕΑΠ.
Ευγενία Κουτσίδου