«Μην ξεχάσεις τη δική σου μαμά»…

“Μην ξεχάσεις τη δική σου μαμά”…

Λίγες σκόρπιες αναμνήσεις
σαν ένα μπουκέτο ευωδιαστά λουλούδια,
για τη μητέρα που γιορτάζει…

…. Δεν ξεχνώ τη γέννα στο μεσονύχτι…

Ένιωσες τον φυσικό πόνο της γέννας και ανέλαβες, ενστικτωδώς, τον διπλό ρόλο της μάνας και της μαμής. Μόνη εντελώς… Και αβοήθητη..! Έκοψες με το ψαλίδι τον ομφάλιο λώρο, τύλιξες σαν τίμιο ξύλο το αγουροξυπνημένο μωρό και το αφιέρωσες στην «Παναγιά της προσφυγιάς»… Από τότε ανέπεμπες, ως ικεσία, μια και μόνο ευχή: «να σου έχει η Παναγιά τα παιδιά καλά»… Αυτό ζητούσες για τα έξι σου παιδιά, μέχρι το δικό σου μεγάλο ταξίδι…

… Δεν ξεχνώ τις οδυνηρές αγρυπνίες σου…

Ο πατέρας ήταν μακριά…Από ράχη σε ράχη, κυνηγημένος βρέθηκε στα Γιάννενα. Άρχισε να κάνει δουλειές του ποδαριού. Μήπως και φέρει τίποτε στο χωριό από το μονοπάτι του βουνού που έμενε αφύλακτο…Εσύ με τρία μωρά έμενες άγρυπνη και μόνη νύχτες ατέλειωτες… Δεν φοβήθηκες για σένα, το ξέρω… Λαχταρούσες για τα ανήμπορα και ανυποψίαστα μωρά σου, που τα «κλωσσούσες» άγρυπνα, πριν πάρεις των οματιών σου και ανεβείς στο βουνό…

… Δεν ξεχνώ την κορυφή της Νεμέρτσικας…

Στο απρόσιτο βουνό ανέβηκες ζαλωμένη τα τρία μωρά…Ένιωθες τουλάχιστον ασφαλής…Εκεί, έλιωνες το χιόνι με το αλεύρι στη χούφτα, για να το κάνεις χυλό… Είχες μαζί σου 3 κιλά αλεύρι…Τόσο κατάφερες να βάλεις στο σακούλι σου, πριν φύγεις κυνηγημένη…Εκεί, στην ανέλεγκτη και άγρια φύση εμπιστεύτηκες τη «μονάκριβη πραμάτεια» που κουβαλούσες ζαλωμένη … Όποιος ξέρει εκείνο το βουνό, μπορεί να νιώσει τι σημαίνει επιβίωση σε τέτοιες συνθήκες….Εκεί στο βουνό επιβίωσες για 11 μέρες εσύ και τα τρία παιδιά σου…
μακριά από τους ανθρώπους που σε κυνηγούσαν…

… Δεν ξεχνώ το πρώτο «δικό μας» σπίτι…

Εκεί σε θυμάμαι ολοζώντανη, ακούραστη και απτόητη σε μια κάμαρη για 8 να δημιουργείς όρους ανθρώπινης διαβίωσης στην οικογένεια και τα 6 παιδιά σου… Όμως, όχι για πολύ… Ποιος ξέρει μετά από πόσους κόπους του πατέρα και δικές σου θυσίες γίναμε η πρώτη οικογένεια με δική της ιδιοκτησία. Με σπίτι και μαγαζί δικό μας, χτισμένο πέτρα την πέτρα με τα χέρια του πατέρα… Εκεί στήσαμε, χάρη σε σας, όνειρα φρέσκα…. Μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε και διεκδικήσαμε τη ζωή, τηρώντας τον όρο – παρακαταθήκη του πατέρα: «Μάθετε γράμματα, μη μείνετε στραβοί όπως εμείς»…

… Δεν ξεχνώ τον αγώνα και τις αγωνίες σου…

Αργότερα, ο αγώνας σου πήρε άλλη μορφή…Σε θυμάμαι να μας βάζεις μπροστά μια μικρή κουστωδία από περιπλανώμενους και ευκαιριακούς «μικροπωλητές» που δρασκέλιζαν πόρτα – πόρτα όλη τη γειτονιά…Αγουροξυπνημένοι οι γείτονες ψώνιζαν από τα παιδιά της κυρα – Φώτος και άδειαζαν τα λαχανικά και τα φρούτα από τα τελάρα, πριν προλάβει και φέρει από την αγορά ο πατέρας τη δεύτερη παρτίδα…Τι να πρωτοθυμηθώ από κείνη την εποχή…Τους πελάτες – μας έλεγες – τους προλαβαίνουμε, δεν τους περιμένουμε να έρθουν στο μαγαζί. Με τέτοιους τρόπους, φαινομενικά απλοϊκούς, μάζευες λίγες δραχμές για να θρέψεις την κουστωδία των έξι ανήλικων παιδιών σου και έβαζες και κάτι τι στην άκρη για τις δύσκολες ώρες…

… Δεν ξεχνώ τις ευρηματικές σου εμπνεύσεις (κάποιοι τις έλεγαν πονηριές…)

Μυήθηκες γρήγορα στην ευρηματικότητα (ή την πανουργία) του εμπορικού δαιμονίου… Όλοι ήξεραν πως ήσουν αγράμματη…Ωστόσο κανείς δεν αμφισβήτησε την εμπειρική σου αντίληψη, την εντιμότητα των προσπαθειών και την ακρίβεια των συναλλαγών σου. Εγώ – έλεγες – δουλεύω για τα παιδιά μου, δεν πειράζω κανέναν…Στην οικογένεια μόνο χρωστάω…

… Δεν ξεχνώ το άγχος , τη μέριμνά και την αυταπάρνησή σου…

Όταν με κουβάλησες στην πλάτη σου κάποια χιλιόμετρα, για να φτάσεις κάποια στιγμή στο γιατρό. Φέρτον αύριο να τον χειρουργήσω, σου είπε ο γιατρός… «Να τον κάνεις καλά, γιατρέ, χωρίς μαχαίρι», σαν να τον διέταζες… Σε κοίταξε με συγκρατημένη οργή και σου είπε: «Πάρτον και κάντον εσύ καλά χωρίς χειρουργείο»…Την έκανες την αποκοτιά σου… Βάλθηκες να επινοήσεις όλα τα γιατροσόφια (επάλειψη με βότανα, «στουμπηγμένο» κρεμμύδι στη φλεγμονή για μέρες και (ω, του θαύματος…) το πρήξιμο υποχώρησε, μέχρι πλήρους εξαφάνισης.
«Βλέπεις, έλεγες με αυταρέσκεια, δεν ξέρουν όσα νομίζουν οι γιατροί»… Σήμερα που σε θυμάμαι, δεν ξέρω τι με κάνει να χειροκροτώ εκείνη την εμπειρική βεβαιότητα της «υπέροχης και λυτρωτικής σου άγνοιας»….

… Δεν ξεχνώ ποτέ την τελευταία σου μέρα…

Διέσχισες με σιγουριά το λιθόστρωτο της εισόδου… Κατέβηκες στο πεζοδρόμιο (όπως κάθε μέρα παρά τα 92 σου χρόνια). Προσπάθησες να περάσεις τον πολυσύχναστο δρόμο…. Κανένας κίνδυνος δεν διαγραφόταν από τη διπλή ροή της λεωφόρου…. Πού να φανταστείς ότι το παρκαρισμένο αυτοκίνητο που βρίσκονταν μπροστά σου θα κινηθεί με δύναμη προς τα πίσω, από θανάσιμο λάθος του αδέξιου οδηγού…. Μίλησαν για ατύχημα εξ’ αμελείας, άλλοι ξόρκισαν την «κακιά στιγμή»… Ωστόσο, τίποτε δεν μπορούσε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων…Στην ουσία δεν ανένηψες ούτε στιγμή. Ήταν άδικο να κλείσει έτσι ο κύκλος της πολυτάραχης ζωής σου…

Σήμερα, που γιορτάζεις, ξύπνησαν μέσα μου
λίγες από τις αδρές αναμνήσεις …
Με πίκρα βαθιά, αλλά και με νοσταλγία γλυκιά…
Ας ήταν να ξανάρθει εκείνος ο καιρός, και να σε είχα πλάι μου…
Κρίμα που σήμερα μπορώ μόνο να ανάψω το καντήλι σου
και να σου αποθέσω λίγα λουλούδια….

Θα σε θυμάμαι πάντα με ΑΓΑΠΗ και ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ..!

Προσθέστε ένα σχόλιο

Διαβάστε επίσης
Στο βάθος του κοινωνικού ορίζοντα το νέο τοπίο αποκτά ποικίλες…