Ο Ηπειρώτης δάσκαλος
η διδακτική του ικανότης.
- Μειλίχιος και πράος κατά τον χαρακτήρα, ευγενής και αβρός και ανεπίδεικτος τους τρόπους, ήρεμος και απαθής το ήθος προσελκύει ταχέως την εμπιστοσύνην των μαθητών του και διαπλάσσει ευκόλως το ήθος αυτών.
- Δεν διδάσκει ρητορικώς και μετ’ επιδείξεως, ως πολλάκις αντελήφθην παρακολουθήσας το μάθημά του, αλλά συνεργάζεται μετά των μαθητών του ων εξεγείρει θερμόν το υπέρ του μαθήματος διαφέρον, συγκρατεί αμετάπτωτον την προσοχήν χωρίς και να καταπονεί αυτούς και τους καθιστά αυτενεργούς.
- Δια τούτο βαθεία και ειλικρινής είναι η προς αυτόν αγάπη και ο σεβασμός των μαθητών του ως ουδείς καθ’ όλον το έτος δι’ απείθειαν ή αταξίαν ετιμωρήθη. Υπήρξαν μεταξύ των μαθητών του και τινες σφόδρα δυσμαθείς και ανεπίδεκτοι κλασικής μορφώσεως, αλλ’ ούτοι δια της αγαθότητος και των πατρικών συμβουλών του επείσθησαν να επιδοθώσιν εις πρακτικόν τι έργον. Αποχωρήσαντες δε του σχολείου δεν απέβαλον και την προς αυτόν αγάπην, αλλά και μετά ταύτα προσήρχοντο ενίοτε εις το γυμνάσιον, ίνα χαιρετίσωσι και ευχαριστήσωσι τον αγαθόν των διδάσκαλον.
- Αφοσιωμένος ολοψύχως εις το έργον του, απέχων των ιδιαιτέρων παραδόσεων, της λύμης ταύτης των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως, άμεμπτος κοινωνικώς, είναι σπάνιος τύπος διδασκάλου όμοιον του οποίου δεν συνήντησα κατά την εικοσιπενταετή εις πλείστα σχολεία του κράτους υπηρεσίαν μου.
- Δια τα προεκτεθέντα πλεονεκτήματα αυτού, τα οποία περιβάλλει υπερβάλλουσα μετριοφροσύνη και σύνεσις είναι αγαπητότατος προς πάντας ανεξαιρέτως τους συναδέλφους του και κόσμημα του γυμνασίου μας. Δια τούτο θεωρώ επιτακτικόν καθήκον να συστήσω τούτον υμίν, κ. επιθεωρητά, ως άριστον πάντων. Ευπειθέστατος….» κλπ. κλπ.
«Ο άριστος πάντων», λοιπόν…
- Η κρίση του γυμνασιάρχη Θεοδωρόπουλου δεν δέχεται αμφισβήτηση και επομένως υποχρεούμεθα να θεωρήσουμε ότι η καθημερινή διδακτική πράξη αναδείκνυε, για ένα μέρος των μάχιμων εκπαιδευτικών, ως πρότυπο δασκάλου εκείνον ο οποίος συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά του Χρίστου Λαμπράκη• και τούτο αποκαλύπτει
- Τα άλλα δύο πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στην έκθεση ήσαν οι Θ. Παρασκευόπουλος και Κυριάκος Κοσμάς. τάση ιδιαίτερα ισχυρή, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι εκφράζεται μέσω μιας επίσημης και τακτικής έκθεσης-αναφοράς προς τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες στους κόλπους της εκπαίδευσης.
- Η διαμόρφωση των θέσεων και των τάσεων αυτών ασφαλώς δεν είναι άσχετη με τις πολιτικές και ευρύτερα κοινωνικές ανησυχίες της εποχής εκείνης, με ορόσημο την επανάσταση στο Γουδί και την επικράτηση του Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας• δεν χωράει επίσης αμφιβολία ότι οι τάσεις αυτές γεννήθηκαν με την παρέμβαση συγκεκριμένων προσώπων που έδρασαν είτε ως άτομα είτε ως μέλη ομάδων, όπως του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
- Το αξιοσημείωτο είναι ότι ανάμεσα στα πρόσωπα τα οποία υπογράφουν τα έγγραφα που αφορούν στην εξέλιξη του Χρ. Λαμπράκη και επομένως αποδέχονται τη λογική του γυμνασιάρχη Θεοδωρόπουλου, συναντάμε τον Μιστριώτη, τον Χατζηδάκη, πρόσωπα που έπαιξαν μεν σημαντικό ρόλο στα εκπαιδευτικά των αρχών του περασμένου αιώνα και χαρακτήρισαν γενιές εκπαιδευτικών, ταυτίστηκαν δε με τις συντηρητικές τάσεις ευρισκόμενοι στην αντιπέρα όχθη από τους Γ. Γληνό, Α. Δελμούζο, Ν. Πολίτη ή Μ. Τριανταφυλλίδη.
- Δικαιούμαστε, κατά συνέπεια να συμπεράνουμε ότι τα χαρακτηριστικά τα οποία προβάλλονται στην υπηρεσιακή αναφορά, αντανακλούν το κοινό αίσθημα των εκπαιδευτικών και τις κρατούσες απόψεις της εποχής: η μόρφωση και η εργατικότητα, η συνέπεια και η γλωσσομάθεια είναι χαρακτηριστικά που συνιστούν αναμφίβολα έναν εκπαιδευτικό «αξιόπιστο», θα λέγαμε, στην υπηρεσία του• το «Άριστα» του πτυχίου το ίδιο. Και όσο ο εκπαιδευτικός δεν έχει εμπειρία τάξης, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία ο Χρ. Λαμπράκης αποσπασμένος σε υπηρεσία του Υπουργείου επιτελούσε γραμματειακή υπηρεσία, τα στοιχεία αυτά κυριαρχούσαν στα έγγραφα και στις εκθέσεις που τον αφορούσαν. Μετά όμως από τον πρώτο χρόνο υπηρεσίας του ως μάχιμου εκπαιδευτικού, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε παίρνοντας υπόψιν άλλες παραμέτρους αξιολόγησης για να προβληθεί ο «τύπος» του ιδανικού εκπαιδευτικού, όπως είδαμε στο έγγραφο που υπογράφει ο γυμνασιάρχης του 8ου Γυμνασίου Αθηνών. Ο Θεοδωρόπουλος μέσα σε τρεις γραμμές έχει διεξέλθει τα τυπικά προσόντα του Χρ. Λαμπράκη. Τα «άριστα», «διδάκτωρ», «γνώση Γερμανικής και Γαλλικής» αναφέρονται, αλλά δεν αποτελούν στοιχεία ικανά για την διαμόρφωση του άριστου εκπαιδευτικού. Τον άριστο εκπαιδευτικό, «το κόσμημα του γυμνασίου», καθορίζουν άλλοι παράγοντες που συνιστούν τη διδακτική ικανότητά του και την παιδαγωγική του ευαισθησία.
- Στην έκθεσή του ο γυμνασιάρχης επεξηγεί τον όρο διδακτική ικανότης ως εξής: «Μειλίχιος και πράος κατά τον χαρακτήρα, ευγενής και αβρός και ανεπίδεικτος τους τρόπους, ήρεμος και απαθής το ήθος προσελκύει ταχέως την εμπιστοσύνην των μαθητών του και διαπλάσσει ευκόλως το ήθος αυτών».
- Η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του δασκάλου είναι οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων κρίνεται η ποιότητα του εκπαιδευτικού. Στη συνέχεια σημειώνει ότι «δεν διδάσκει ρητορικώς και μετ’ επιδείξεως» που σημαίνει ότι προτείνει ως πρότυπο την ανεπιτήδευτη διδασκαλία, ενώ στο αντίποδα της επιτηδευμένης σοβαροφάνειας κατά τη διδακτική πρακτική βρίσκεται το ότι ο άριστος δάσκαλος «συνεργάζεται μετά των μαθητών του», όπως αναφέρει η έκθεση, «… και τους καθιστά αυτενεργούς». Με σημερινούς όρους η συνεργατική-μαθητοκεντρική διδασκαλία αποτελεί το πρότυπο της διδακτικής.
- Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι προσμετράται στα προσόντα του δασκάλου η μη καταπόνηση των μαθητών και παράλληλα απορρίπτεται ρητά η αυταρχική συμπεριφορά απέναντι τους («ουδείς καθ’ όλον το έτος δι’ απείθειαν ή αταξίαν ετιμωρήθη»). Ακόμα περισσότερο εντυπωσιάζει η αντίληψη σχετικά με τις περιπτώσεις των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες «τους δυσμαθείς εις την κλασσικήν μόρφωσιν», όπως τους χαρακτηρίζει. Πέρα από το ότι ο όρος «δυσμαθής εις την κλασσικήν παιδείαν» είναι απόλυτα ακριβής, δηλώνοντας πως οι συγκεκριμένοι μαθητές δεν ανταποκρίνονται στον τύπο διαδικασίας μάθησης που προτείνει το κλασικό σχολείο, η αντιμετώπιση την οποία υποδεικνύει ως κατάλληλη σχετικά με τους μαθητές αυτούς, δεν είναι διόλου παρωχημένη• αντίθετα είναι πολύ πιο μπροστά από ό,τι ισχύει σήμερα, παρά τις προόδους που έχουν γίνει σχετικά με την αποδοχή και διάγνωση της δυσλεξίας ή άλλως μαθησιακής δυσκολίας. Ο Χρίστος Λαμπράκης, «ο άριστος των εκπαιδευτικών» έστρεφε τους μαθητές «εις πρακτικόν τι έργον», -σημειώνουμε όχι υποχρεώνοντάς τους, αλλά με την πειθώ- που σημαίνει με τους σύγχρονους όρους ότι προσπαθούσε να τονώσει την αυτοεκτίμησή τους αναδεικνύοντας δεξιότητες για τις οποίες η «κλασσική παιδεία» δεν άφηνε χώρο ανάδειξης και καλλιέργειας. Δεν μπορεί επίσης να περάσει απαρατήρητο και το ότι δείκτης αριστείας είναι και η αγάπη που εκδηλώνουν αυτοί, οι δυσμαθείς μαθητές, προς αυτόν τον δάσκαλο.
- Η ηπιότης, λοιπόν, η αβρότης, η ειλικρίνεια στη συμπεριφορά, η μαθητοκεντρική-συνεργατική διδασκαλία, η αντιμετώπιση των μαθητών και η καθοδήγησή τους σύμφωνα με τις ικανότητές τους, είναι τα σημεία τα οποία παρακολουθεί ο Γυμνασιάρχης Θεοδωρόπουλος και στα οποία στηρίζει την αξιολόγησή του.
- Ενδιαφέρον έχει εξάλλου να σημειώσουμε τα στοιχεία που απουσιάζουν από την έκθεση του Γυμνασιάρχη. Για παράδειγμα πουθενά δεν γίνεται αναφορά στα περιβόητα στάδια μαθήματος, που σημαίνει ότι η διδακτική πράξη δεν αντιμετωπίζονταν ως στερεότυπη και παγιωμένη διαδικασία βάσει της οποίας κρίνονταν ο εκπαιδευτικός, όπως επίσης η ποσότητα των παρεχομένων πληροφοριών και ακαδημαϊκών απαιτήσεων δεν είναι εκείνα που χαρακτήριζαν το εκπαιδευτικό έργο. Αντίθετα, η προσαρμογή του μαθήματος στην προσωπικότητα του κάθε μαθητή, είναι φαίνεται κυρίαρχο στοιχείο στη διδακτική. Ο δάσκαλος δεν ακολουθεί την προκρούστεια μέθοδο του «πρέπει να» ανεξάρτητα από τις προσωπικότητες και τις δυνατότητες των μαθητών του, αλλά επιδιώκει να προσαρμόσει την διδασκαλία του και την παιδαγωγική του στην προσωπικότητα του κάθε μαθητή του. Κυρίαρχος στόχος επομένως δεν είναι το «να μάθουν οι μαθητές το μάθημα» αλλά να καλλιεργηθεί η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός των μαθητών και να αναδειχθεί θετικά η ιδιαιτερότητα του καθενός.
- Στην κατεύθυνση αυτή κινούνται τόσο ο διδάσκων όσο και οι μαθητές του κατά τη διαδικασία της διδασκαλίας. Διαβάζουμε στην έκθεση ότι οι μαθητές «αυτενεργούν», που σημαίνει ότι ο ρόλος του δασκάλου περιορίζεται, ο ίδιος κατεβαίνει από το βάθρο του και παύει να λειτουργεί ως μόνη πηγή γνώσης. Αντίθετα ο ρόλος των μαθητών αναβαθμίζεται ως μονάδων που ενεργούν, ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι τις ενέργειές τους, εθίζονται στην αναζήτηση και στην αξιοποίηση της πληροφορίας και στη δημιουργία της γνώσης. Με τον τρόπο αυτό τίθεται -χωρίς, πιστεύω, να προδίδουμε το πνεύμα και τις προθέσεις του αξιολογητή και του αξιολογούμενου- στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, για την οποία τελευταία γίνεται πολύς λόγος.
- Παράλληλα –και τούτο το υποστηρίζουμε πιστεύουμε χωρίς να εκβιάζουμε διαδικασίες- το σχολικό βιβλίο παύει να λειτουργεί ως κείμενο προς αποστήθιση αλλά αντιμετωπίζεται ως πρωτογενές υλικό το οποίο οι μαθητές αντιλαμβάνονται και αξιοποιούν ως πηγή πρωτογενούς πληροφορίας για να κάνουν τις δικές τους παρατηρήσεις, να εκφέρουν τις δικές τους απόψεις και να δημιουργήσουν τη δική τους γνωστική αξία• και τούτο –δηλώνεται ρητά στην έκθεση- χωρίς οι μαθητές να καταπονούνται, χωρίς δηλαδή να υποχρεούνται σε ασκήσεις που περιορίζουν το χρόνο τους και παραβιάζουν τη φύση τους και τις ανάγκες της ηλικίας τους.
- Η εικόνα του δασκάλου Χρίστου Λαμπράκη όπως σκιαγραφείται από την έκθεση του γυμνασιάρχη Θεοδωρόπουλου, είναι η απάντηση στις παρατηρήσεις του Γεωργίου Παπασωτηρίου, μετέπειτα Πρόεδρου του Κεντρικού Εποπτικού Συμβουλίου Εκπαιδεύσεως. Σε επιστολή του το 1902 με τίτλο «Η Γυμναστική κατήντησε μάθημα ως η Γεωμετρία» ο Γ.Παπασωτηρίου υπογραμμίζει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ελαττώματα του ελληνικού σχολείου: «ακόμα και όταν οι μαθητές του θα ταίριαζε να είναι ελεύθεροι να παίζουν και να γελούν [το σχολείο] επιδιώκει παντού την τάξιν, την συμμετρίαν, τον ρυθμόν, την αρμονίαν και δεν ηξεύρω και εγώ τι άλλο»,10 για να διατυπώσει το 1906 τη θέση ότι ο δάσκαλος πρέπει να μιλάει κατά τρόπο που να τον καταλαβαίνουν οι μαθητές του (πρβλ. με το «δεν διδάσκει ρητορικώς και μετ’ επιδείξεως» του Π. Θεοδωρόπουλου) και να καταλήξει στην «παλαμική» προτροπή «Απελπισθήτε λοιπόν και αφήσατε την γραμματικήν, δια να διδάξετε άλλα χρησιμότερα μαθήματα. Φροντίσατε ν’ αναπτύξετε το παρατηρητικόν και την κρίσιν των μαθητών…».
- Για τα εφόδια τα οποία θα πρέπει να έχουν οι εκπαιδευτικοί, ήδη από το 1904, στο 1ο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε κατ’ έμπνευση του Γεωργίου Δροσίνη, έχει διατυπωθεί η θέση ότι «οι εκπαιδευτικοί της Μέσης Εκπαιδεύσεως προς τη ειδική επιστημονική μορφώσει να τυγχάνωσιν ούτοι και παιδαγωγικής θεωρητικής και πρακτικής τοιαύτης», ενώ το 1910, έτος ιδρύσεως του Εκπαιδευτικού Ομίλου σχετικά με το πρότυπο Δημοτικό Σχολείο οι Δελμούζος, Δραγούμης και άλλοι διατυπώνουν απόψεις που αγγίζουν τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του Χρ. Λαμπράκη: «… Αρκεί τα μαθήματα αυτά να διδάσκονται με τρόπο που να μη φορτώνουν το μυαλό, αλλά να το μορφώνουν, για να βρεθεί ο απόφοιτος του Δημοτικού σχολείου έτοιμος ν’ αντικρύσει τη ζωή, κατέχοντας, μαζί με ηθική δύναμη και την ανεπτυγμένη νόηση, τις απαραίτητες στον πολίτη γνώσεις.»
- Από την άλλη πλευρά ο Γ. Χατζηδάκις υποστηρίζει εκπαιδευτική γραμμή που περιορίζει το ρόλο των μαθητών στο να κινούνται σε προκαθορισμένα στερεότυπα, με στόχο « το να οξύνουν τη διάνοιαν, εις το να εθίζουν το πνεύμα να διαστέλλη τα ανόμοια, να συνδέη τα όμοια, να κατατάσση τα φαινόμενα εις γένη και είδη κλπ.»
- Ο Αλ. Δελμούζος ασκώντας κριτική στην διδακτική που στηρίζεται σε προκαθορισμένα πρότυπα γράφει: «Μια από τις σοβαρότερες ελλείψεις της μορφωτικής εργασίας στα σχολεία μας, την αμέθοδη διδασκαλία, από καιρό είχαν προσπαθήσει να την περιορίσουν έλληνες παιδαγωγοί ειδικά μορφωμένοι στη Γερμανία, μεταφέροντας στην Ελλάδα την εβαρτιανή μέθοδο των σταδίων, που επικρατούσε στη χώρα εκείνη. Τη μέθοδο αυτή προσπαθούσαν ν’ ακολουθήσουν οι καλύτεροι από τους νέους δασκάλους μας όχι μόνο στη Δημοτική αλλά και στη Μέση εκπαίδευση. Φυσικά η εξέλιξή της ακολουθούσε κι εδώ κατά γράμμα την εξέλιξη που έπαιρνε στη Γερμανία με τους νεώτερους ερβαρτιανούς. Και όταν ήταν ν’ ανοίξη το Α.Δ.Π. η μέθοδος της διδασκαλίας που έπρεπε να ακολουθούν οι δικοί μας δάσκαλοι, ήταν το ίδιο περίτεχνη με πλήθος ψιλοδουλεμένες σχηματικές λεπτομέρειες, όπως και στη σπουδαιότατη γερμανική εστία της, τη Jena. Αν όμως η μέθοδος αυτή, στην τελευταία μάλιστα μορφή της, είχε καταντήσει σωστή σιδερένια φορεσιά για δάσκαλο και μαθητή, σε μας έγινε ακόμα πιο αφύσικη με το γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιούσε. Ο διάλογος ανάμεσα στο δικό μας δάσκαλο και τους μαθητές του, που είχε σκοπό να κεντά την αυτενέργεια των παιδιών, γινόταν σε μια γλώσσα άσχετη με την πραγματική ψυχική μας ζωή, στην καθαρεύουσα, που ούτε τα παιδιά την κατείχαν, ούτε και ο δάσκαλος τη ζούσε.
- …Από εσωτερική τότε και εξωτερική ανάγκη στάθηκε αδύνατος να εφαρμοστεί στο Α.Δ.Π. η μέθοδος των σταδίων…Έτσι προσπάθειά μας ήταν να μη μένουν τα παιδιά παθητικά στην ώρα της διδασκαλίας, αλλά να αυτενεργούν με πραγματικό ενδιαφέρον, το καθένα ανάλογα με τη δυναμικότητά του. Ν’ αντικρύζουν άμεσα όσο γινόταν τα ίδια τα πράγματα, να παρατηρούν συστηματικά και να συνηθίζουν σε σκέψη ολοένα αυστηρότερη.»
- Οι θέσεις αυτές διατυπωμένες μερικά χρόνια αργότερα αποτελούν τη θεωρητική τεκμηρίωση των όσων ο Χρίστος Λαμπράκης πράττει και ο Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος προκρίνει. Και είναι φανερό ότι στο τελευταίο απόσπασμα ο Αλ. Δελμούζος απορρίπτει το ρόλο του δασκάλου ως διάμεσο μεταξύ της πηγής γνώσης και μαθητού και το ρόλο του μαθητή ως μέσο εκφοράς του λόγου του δασκάλου. Να σημειώσουμε ότι, αν και δε γνωρίζουμε πολλά για τη σχέση Χρίστου Λαμπράκη και Αλέξανδρου Δελμούζου, εντούτοις ο γλύπτης Μιχάλης Τόμπρος μας παρέχει μια σημαντική πληροφορία: σε κείμενό του για τον Νίκο Μπέρτο, στο οποίο περιγάφει περιστατικό που σχετίζονταν με την προτομή του Νικολάου Πολίτη, αναφέρει ότι ο Χρίστος Λαμπράκης και ο Δελμούζος μαζί με τους Μπέρτο, Τριανταφυλλίδη και Γληνό «αποτελούσαν εκείνη την εποχή την πεντάδα των προοδευτικών συνεργατών του Ελευθερίου Βενιζέλου».
- Πώς κρίνονται σήμερα οι απόψεις που καθόρισαν την στάση του Π. Θεοδωρόπουλου, του Χρ. Λαμπράκη, του Α. Δελμούζου και τόσων άλλων; Ποια θα ήταν σήμερα η αντίδραση απέναντι σε κάποιον ο οποίος θα υποστήριζε ότι και σήμερα οι αναζητήσεις στα εκπαιδευτικά, τα αιτήματα και οι πειραματισμοί του 1907 εξακολουθούν ενενήντα εννέα έτη μετά να παραμένουν επίκαιρα; Πιστεύω πως δε χωρά αμφιβολία• σ’ αυτούς τους πατέρες της ελληνικής εκπαιδευτικής σκέψης πρέπει να στραφούμε για να δώσουμε απάντηση σ’ όλα εκείνα που ταλανίζουν το σημερινό Έλληνα εκπαιδευτικό. Και οπωσδήποτε το αίτημα της παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών μας παραμένει και σήμερα άλυτο πρόβλημα, καθώς οι περισσότερες ειδικότητες που επανδρώνουν τη Μέση Εκπαίδευση δεν έχουν ουσιαστική επαφή με την παιδαγωγική και τη διδακτική.
- Το πρόβλημα του ξεκαθαρίσματος των στόχων του σχολείου παραμένει κι αυτό ανοικτό, ενώ η όψιμη συζήτηση περί μαθητοκεντρικής εκπαίδευσης και καλλιέργεια κριτικής σκέψης δεν μπορεί να βρει διέξοδο στο ασφυκτικό πρόγραμμα του σύγχρονου σχολείου, όπου η συσσώρευση της πληροφορίας στο Γυμνάσιο και πολύ περισσότερο στο Λύκειο ξεπερνά κάθε όριο ενώ οι εξεταστικές απαιτήσεις υποχρεώνουν τελικά στην αποστήθιση.
- Οι διδάσκοντες με ελλιπή εφόδια ως μαθητευόμενοι μάγοι αγωνιούν για τους μαθητές τους και καταφεύγουν στο μόνο μετρήσιμο που δεν είναι άλλο από την βαθμολογική κλίμακα, η οποία με τη σειρά της μετρά τον κάθε μαθητή με βάση ένα εκτός κάθε λογικής και πραγματικότητας πρότυπο απόδοσης μέσου όρου μαθητού. Για να θυμηθούμε τη ρήση του παιδαγωγού που ξεκίνησε από την Αυστρία για να γίνει γνωστός ως ο ιδρυτής του περίφημου Summer Hill, του A.S. Neil «σε εφηβικούς ώμους φυτεύουμε γερασμένα μυαλά», καθώς βασική επιδίωξη του εκπαιδευτικού μας συστήματος σήμερα είναι η καταχώρηση γνώσης -διάβαζε αποστήθιση πληροφορίας- με στόχο την αναδιατύπωση. Και ποιο είναι το νεανικό μυαλό αν όχι εκείνο που νεωτερίζει και παράγει! Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, πολύ φοβάμαι, διατρέχει όλο και περισσότερο τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί ότι παράγει «διάμεσα», «μεταπράτες» και όχι παραγωγούς γνώσης.
- Κι ενώ οι καιροί έχουν αλλάξει και οι «δυσμαθείς μαθητές» του Θεοδωρόπουλου χαρακτηρίζονται με τον επιστημονικό όρο «μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες», το σύγχρονο σχολείο αντί να τους ενθαρρύνει να εμπλακούν στην εκπαιδευτική διαδικασία με τρόπο που θα αναδειχθούν οι δυνατότητές και τα ταλέντα τους, αρκείται στο να τους απαλλάσσει από κάθε τι που τους δυσκολεύει, υποτιμώντας τις προσωπικότητες, τις ιδιοτυπίες και τις ειδικές δεξιότητες τους. Και πάρα πέρα, ενώ η φιλελεύθερη σύγχρονη κοινωνία έχει στρέψει την προσοχή της στην ψυχική υγεία του πολίτη, κλείνει τα μάτια μπροστά στο έγκλημα που διαπράττεται σε βάρος των μαθητριών και των μαθητών μας• οι μαθητές καταπονούνται όχι μόνον από το βαρύ και παρατεταμένο σχολικό πρόγραμμα των 13 και 15 μαθημάτων και το φόρτο της εργασίας που έχουν για το σπίτι, αλλά και από τα ιδιαίτερα μαθήματα «τη λύμη ταύτη των σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως».
- Και τέλος, αλλά ίσως το κυριότερο, το ήθος του εκπαιδευτικού και η συμπεριφορά του απέναντι στους μαθητές και τις μαθήτριές του, στοιχείο που όπως είδαμε κυριάρχησε στην έκθεση του Θεοδωρόπουλου για τον Χρίστο Λαμπράκη, δεν αποτελεί σήμερα σημείο συζήτησης στην προβληματική σχετικά με τη βελτίωση του παιδαγωγικού μας έργου. Ο εκπαιδευτικός, και αναφέρομαι κυρίως στους καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης, δεν εστιάζει την προσοχή του στις κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες που απαιτούνται για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και να ενθουσιάσει τους εφήβους και ούτε κρίνεται από αυτό.
- Θα ήθελα να κλείσω την εισήγησή μου κάνοντας μια αναφορά τιμής στον Χρίστο Λαμπράκη διαβάζοντας δύο αποσπάσματα επιστολών του Νικολάου Πολίτη προς αυτόν από τα οποία φαίνεται ότι ο Ηπειρώτης δάσκαλος πράγματι είναι πρότυπο δασκάλου όχι μόνον διότι συγκεντρώνει την επιστημονική επάρκεια, το ήθος αλλά, πάνω από όλα διότι επέλεξε συνειδητά το επάγγελμα του δασκάλου απορρίπτοντας προτάσεις που θα τον οδηγούσαν στο βάθρο του καθηγητή του Πανεπιστημίου.