Πριν ένα χρόνο περίπου μου ζητήθηκε από μια καλή φίλη και συνάδελφο να παρουσιάσω σε μια ομάδα γονέων ένα θέμα της επιλογής μου. Συζητώντας καταλήξαμε αστειευόμενες ότι εγώ ανήκα και στα δύο στρατόπεδα, αφού παρακολουθούσα παιδιά και εφήβους, ενώ παράλληλα παρείχα συμβουλευτική σε γονείς. Τι καλύτερο λοιπόν να μάθουν οι γονείς από κάποιον αντικειμενικό παρατηρητή τη γνώμη των παιδιών τους για τους ίδιους;
Η αλήθεια είναι πως πάντα χαίρομαι να μοιράζομαι την εμπειρία μου με τους γονείς, να τους δίνω την οπτική των παιδιών τους με παραδείγματα τα οποία έχω ζήσει και να συνδέω μπροστά στα μάτια τους τις θεωρίες των βιβλίων με την πραγματικότητα των σχολικών θρανίων. Δεν ήταν εύκολο. Οι γονείς φαίνονταν έτοιμοι, μα δεν ήταν. Την ώρα που μιλούσα έβλεπα να με κοιτούν με απορία αλλά και καχυποψία και να προσπαθούν να ψελλίσουν δικαιολογίες. Για το καθετί. Μα όταν θέτουμε τέτοιες ερωτήσεις, πρέπει να είμαστε κι έτοιμοι για τις απαντήσεις. Βέβαια καλό είναι να έχουμε κατά νου πως ποτέ δεν με επισκέφθηκε κάποιο παιδί για να μου πει πόσο καλοί είναι οι γονείς του και πόσο πολύ επικοινωνεί μαζί τους. Συνήθως παραπονιούνται άμεσα ή έμμεσα, με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την ηλικία τους. Ακόμα κι αν το αίτημα δεν αφορά την οικογένεια, όταν η συζήτηση φτάνει σε αυτήν, έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν, κάτι που ανατρέπει αυτό που οι ενήλικες φαντάζονται.
Πώς μας βλέπουν λοιπόν τα παιδιά; Στα πρώτα χρόνια της ζωής τους σαν καθρέφτες, τα παιδιά είναι αυτό που τους λένε οι γονείς τους ότι είναι. Καθρεφτίζονται στο βλέμμα και τα λόγια μας. Κάθετι που λέμε για αυτά το πιστεύουν γιατί μας έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη. Για τον λόγο αυτό πρέπει να προσέχουμε τα διάφορα επίθετα που χρησιμοποιούμε όταν τα παρατηρούμε. Οτιδήποτε πούμε το πιστεύουν, φέρονται ως αυτό για να μην μας διαψεύσουν και τις περισσότερες φορές μεταλλάσσονται σε αυτό που εμείς τα παρουσιάσαμε πως είναι. Εάν δηλαδή ο τρόπος μας να πιάσουμε το παιδάκι μας στο φιλότιμο για να διαβάσει ή να συμμαζέψει το δωμάτιό του/της είναι να το αποκαλούμε τεμπέλη/α, μην εκπλαγούμε εάν όντως γίνει…. Κι αν αστειευόμαστε για τη μεγάλη του/της μύτη ή τα παραπανίσια κιλά, μην μας φανεί παράξενο εάν στην εφηβεία συμπεριφέρεται με κόμπλεξ για την εξωτερική του/της εμφάνιση και δίνει υπερβολική σημασία και αξία σε αυτά που εμείς «αθώα και για πλάκα» τονίζαμε στην παιδική του ηλικία. Όταν πολύ αργότερα θα προσπαθήσουμε να το πείσουμε για το αντίθετο με λογικά επιχειρήματα, θα έχουμε να ξεριζώσουμε πολλά ύπουλα και τοξικά αγριόχορτα με βαθιές ρίζες, τα οποία εμείς σπείραμε. Καλό είναι λοιπόν να αποφεύγουμε τις αρνητικές εκφράσεις, τα κρύα αστεία για την εξωτερική του εμφάνιση και τους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς. Υπάρχουν φορές που το παιδί μεγαλώνοντας βλέπει πως οι γονείς δεν του τα είπαν και πολύ καλά, δεν ήταν αντικειμενικοί καθρέφτες μα διαστρεβλωμένοι… κι εκεί αρχίζει η απογοήτευση, η σύγχυση, η έλλειψη εμπιστοσύνης. Τότε πια οι γονείς έχουν χάσει την αξιοπιστία τους κι αυτό προκαλεί μεγάλο πόνο σ’ ένα παιδί στην εφηβεία.
Μεγαλώνοντας, τα παιδιά βλέπουν τους γονείς ως πολύ μεγάλους, στην εφηβεία μιλάνε για το «χάσμα γενεών» μέχρι που περνάει και αυτή η φάση και κατόπιν κάθε σχέση είναι μοναδική, είναι η σοδειά των προηγούμενων ετών… Παρόλα αυτά η απάντηση στην ερώτηση «πώς μας βλέπουν τα παιδιά» παραμένει απλή: Όπως τους παρουσιαζόμαστε…
Η αυτοπαρατήρηση με ειλικρίνεια και ευθύτητα είναι αυτή που θα απαντήσει στην ερώτηση «πώς με βλέπει το παιδί μου». Αν είμαι αυστηρός και πιεστικός για να «προκόψει», για να γίνει «καλός» μαθητής και να έχει υψηλή βαθμολογία, θα με βλέπει ως τέτοιον. Μπορεί να με δικαιολογήσει πως το κάνω για το καλό του, μα η γεύση που θα του μείνει στο στόμα, θα είναι πως είμαι αυστηρός και καταπιεστικός. Ο απώτερος σκοπός μου δεν το πολυνοιάζει, η πίεση και η υποτίμηση όμως την ώρα που κρίνω το διάβασμά του και τις επιδόσεις του, ναι, αυτά το αγγίζουν. Το παιδί αντιλαμβάνεται πέρα από το προφανές. Μάλωσα με τον/την σύντροφό μου; Μας άκουσε; Είναι ψεύτικο το χαμόγελό μου μόλις το αντίκρυσα; Ας το βγάλω. Δεν θέλει να το περνάω για χαζό. Γιατί μετά κι αυτό θα παίζει το χαζό για να μην με στεναχωρήσει και θα καταλήξουμε να ανταλλάσσουμε ψέματα.
Τα παιδιά μας βλέπουν σαν κριτές εάν τα κρίνουμε στυγνά αντί απλά να τα συμβουλεύουμε (και να αντέχουμε να μην ακολουθούν τις συμβουλές μας…), σαν υποστηρικτές εάν τα συμβουλεύουμε, σαν προστάτες εάν τα αγκαλιάζουμε. Ακούνε πως για το «καλό» τους κάνουμε πολλά και πως για την ευτυχία τους άλλα τόσα, μα τα ίδια αισθάνονται εάν τα λόγια μας έχουν αντίκρυσμα ή όχι.
Θυμάμαι μία έφηβη που είχε έρθει έχοντας παράπονα από τους δικούς της. Ο πατέρας της (όπως τον παρουσίαζε) ήταν πολύ νευρικός και επιθετικός, ο μεγαλύτερος κατά δύο χρόνια αδερφός της χειροδικούσε εναντίον της και η μητέρα της αν και δεν συμμετείχε πρακτικά σε αυτό, δεν ήταν κοντά της. Πήγαινε στο δωμάτιό της, τη συμβούλευε να μην κοντράρεται με τον μπαμπά, να αποφεύγει τον αδερφό (που όλο του λέει να μην δέρνει την αδερφή του μα αυτός δεν ακούει) και ό,τι θέλει να το ζητάει από την ίδια… Δεν ήταν μυστικό πως η μαθήτρια αυτή είχε πολύ χαμηλές επιδόσεις, το έσκαγε από το σχολείο με εξωσχολικούς, μεγαλύτερους από αυτήν και φλέρταρε πού και πού με το ποτό στις σχολικές εκδρομές. Ούτε όμως ήταν κρυφές οι χαρακιές από ψαλίδι στον καρπό της… Όταν κάλεσα τη μητέρα στο γραφείο μου αντίκρισα μια κυρία που υπερτιμούσε και υποτιμούσε ορισμένα γεγονότα, ανάλογα με τη συζήτηση πχ. Οι κοπάνες και τα ραντεβού της κόρης δικαιολογούν εν μέρει τον πατέρα της (που τι να κάνουμε, είναι νευρικός…) ενώ το περιστατικό με τη μαθήτρια να κρατάει το ψαλίδι και να την κυνηγούν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας ήταν για να την «προσέξουν» και στο κάτω κάτω είχε γίνει μόνο μια φορά. Ήταν μια μητέρα που νοιάζονταν για τα παιδιά της, ανησυχούσε για την κόρη της, είχε αφήσει τη δουλειά της για να φροντίζει το ενός έτους νέο μέλος της οικογένειας, είχε παρακολουθήσει ένα κύκλο σχολής γονέων σε έναν τοπικό φορέα και ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί με την ψυχολόγο του σχολείου. Κι όμως… η κόρη έβλεπε μια μητέρα που ήταν μόνο λόγια, που προσπαθούσε να τα έχει καλά με όλα τα μέλη της οικογένειας, να λειτουργεί σπασμωδικά και πυροσβεστικά, να προσπαθεί να βρίσκεται παντού και να μην καταφέρνει να είναι πουθενά. Το τι πίστευε η μητέρα πως έδειχνε στην κόρη και το τι τελικά εκλάμβανε η κόρη ήταν δυο εικόνες διαφορετικές.
Ίσως η ιστορία να είναι λίγο βαριά, μα φανερώνει πως εάν οι πράξεις μας δεν συνάδουν με τα λόγια μας καλύτερα να μην τα πούμε καθόλου, γιατί το παιδί θα δει τις πράξεις και τα λόγια θα γυρίσουν εναντίον μας. Η συμπεριφορά και η καθημερινότητά μας συνθέτουν την εικόνα μας στα παιδιά. Ούτε οι προθέσεις μας, ούτε το πλάνο που έχουμε στο νου μας για τα ίδια και γενικότερα την οικογένειά μας. Κι αν υπάρχει ειλικρίνεια και σεβασμός (ανεξάρτητα εάν εμείς καταφέρνουμε να τους παρέχουμε πρακτικά και υλικά ό,τι νομίζουμε πως χρειάζονται) τα παιδιά μας ξεπληρώνουν με γενναιοδωρία λέγοντας χαριτολογώντας πως έχουν «τους καλύτερους γονείς του κόσμου!»
Ελένη Θεοδωρίδου
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια