(….Μια μέρα μπήκα στην τάξη, κρατώντας στην αγκαλιά μου ένα μικρό κοριτσάκι τεσσάρων μηνών…Μου έκανε εντύπωση η απόλυτη σιωπή αυτής της μικρής ύπαρξης και θέλησα να το δείξω στα παιδιά…)
«Δεν ακούγεται καθόλου» είπα… και για να αστειευτώ, πρόσθεσα: «Κανείς σας δεν ξέρει να κάνει το ίδιο»…Είδα μια έκπληξη να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο των παιδιών που με κοίταζαν γεμάτα ένταση. Φαίνονταν να κρέμονται από τα χείλη μου και να καταλαβαίνουν καλά τι τους έλεγα…
«Όμως – συνέχισα – η αναπνοή της είναι τόσο ανάλαφρη..! Κανείς δεν θα μπορούσε να αναπνέει τόσο αθόρυβα»… Τα παιδιά εκστατικά και ακίνητα κρατούσαν την αναπνοή τους. Δεν άκουγες παρά το τικ – τακ του ρολογιού , που συνήθως πέρναγε απαρατήρητη. Κανείς δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Όλοι ήθελαν να νιώσουν αυτήν την απόλυτη σιγή και να τη φυλάξουν.
Τα παιδιά συμμετείχαν χωρίς ενθουσιασμό, μπορούμε να πούμε, γιατί ο ενθουσιασμός κλείνει μέσα του κάτι το ορμητικό, που εκδηλώνεται εξωτερικά…
Εδώ, αντίθετα, είχαμε να κάνουμε με την εκδήλωση μιας ανταπόκρισης σε κάποια βαθύτερη επιθυμία. Στην εκπλήρωσή της τα παιδιά έμειναν ακίνητα ελέγχοντας και την αναπνοή τους, ακόμη, γεμάτα κατανόηση και γαλήνη, όμοια με κείνον που συλλογιέται…
Όσο περνούσε η ώρα, μέσα στην άφατη σιγή, έπιανες εδώ και εκεί κάποιους ανεπαίσθητους θορύβους, όπως ακούγεται από μακριά η σταγόνα που πέφτει ή το τιτίβισμα ενός πουλιού…
Κάπως έτσι γεννήθηκε η άσκηση της σιωπής…
Μαρία Μοντεσσόρι