Η δημιουργική σκέψη και μάθηση

Πριν από πολλά χρόνια επικρατούσε η άποψη ότι η δημιουργικότητα αποτελούσε ένα ξεχωριστό προσόν ειδικά προικισμένων ανθρώπων, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να αξιοποιούν αυτό το προσόν και να διακρίνονται σε διάφορους τομείς. Με την άποψη αυτή συμφωνούσαν και πολλοί από τους ψυχολόγους.

Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί ανατρέπουν την κρατούσα αντίληψη και εστιάζουν την προσοχή τους στις δημιουργικές δυνάμεις που διαθέτει το κάθε άτομο και στις τεχνικές με τις οποίες μπορεί να τις ενεργοποιήσει προκειμένου η δημιουργική σκέψη να αποτελέσει ένα χρηστικό εργαλείο στην παραγωγή ιδεών, την αντιμετώπιση μικρών αλλά και μεγάλων προβλημάτων που προκύπτουν ως φυσικό επακόλουθο ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου.

Η εκμάθηση ειδικών μεθόδων και τεχνικών τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιούν όλα τα άτομα για να βρίσκουν πολλές εναλλακτικές αλλά και πρωτότυπες ιδέες στα προσωπικά, κοινωνικά και επαγγελματικά τους προβλήματα.

Η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων που προάγουν την ευρηματικότητα και την εφευρετικότητα των εκπαιδευόμενων ατόμων, αλλά και η ετοιμότητά τους να αξιοποιούν τις μεθόδους αυτές στην καθημερινή τους ζωή.

Η καθιέρωσή τους στα σχολεία αλλά και η εκπαίδευση των ενηλίκων στη δημιουργική σκέψη και την παραγωγή καινοτόμων πρωτότυπων ιδεών επιβάλλεται από τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιουργούνται στις σύγχρονες κοινωνίες.

Εννοιολογικά ως δημιουργικότητα (creativity) ορίζεται η ικανότητα παραγωγής ενός νέου έργου ή μιας ιδέας με βάση τη φαντασία. Οι νεότεροι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η δημιουργικότητα δεν είναι ιδιαίτερο προσόν ή ικανότητα λίγων ατόμων, αλλά αντιθέτως είναι αποτέλεσμα ειδικής εκπαίδευσης και μάθησης μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στον καθένα ξεχωριστά να ενεργοποιεί αστείρευτες δυνάμεις του μυαλού του.

Μια πρώτη προσπάθεια ορισμού της έννοιας έκανε ο Guilford, σύμφωνα με την οποία «η δημιουργικότητα καλύπτει τις πιο χαρακτηριστικές ικανότητες των δημιουργικών ατόμων, που καθορίζουν την πιθανότητα για ένα άτομο να εκφράσει μια δημιουργική συμπεριφορά, η οποία να εκδηλώνεται με εφευρετικότητα, σύνθεση και σχεδιασμό». (Jaoui, H. 1975).

Bέβαια, ο ορισμός αυτός, όπως επισημαίνει η Ξανθάκου, είναι απλοϊκός, όμως αναδεικνύονται κάποια στοιχεία που στη συνέχεια επιβεβαιώνονται από τους ερευνητές. Συνιστά ορισμένο τρόπο συμπεριφοράς απέναντι στα προβλήματα.

Αυτή η συμπεριφορά φαίνεται να είναι συνδεδεμένη με ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Αυτά τα χαρακτηριστικά πιθανολογούν εάν και πώς θα εκδηλωθεί η συμπεριφορά. Η δημιουργικότητα αφορά όλα τα άτομα και δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο μόνο των προικισμένων ατόμων. Η διαφοροποίηση μεταξύ των ατόμων είναι ποσοτική, θέμα διαβάθμισης, και όχι ποιοτική. (Ξανθάκου Γ., σ.29, 1998)

Ο Getzels και Jackson (1962) ορίζουν τη δημιουργικότητα ως το συνδυασμό των στοιχείων εκείνων που θεωρούνται πρωτότυπα και διαφορετικά. Επισημαίνουν ότι η δημιουργικότητα είναι μια από τις πιο πολύτιμες ανθρώπινες δυνατότητες, αλλά δύσκολη η συστηματική της εξέταση.

Ο Lowenfeld και Brittain (1975), υποστηρίζουν ότι η δημιουργικότητα έχει άμεση σχέση με το ποιος δίνει τον ορισμό.

Έτσι, ορισμένοι ψυχολόγοι διακρίνουν ως ποιοτικά στοιχεία της δημιουργικότητας:

  • την ευκαμψία της σκέψης
  • την πρωτοτυπία της ιδέας
  • την ικανότητα να σκέφτεται κάποιος διαφορετικά
  • τον τρόπο επίλυσης των προβλημάτων.

Βέβαια εδώ θα πρέπει να αντιπαραβάλουμε την άποψη του Einstein, που υποστηρίζει ότι η διατύπωση ενός προβλήματος είναι πιο σημαντική από την επίλυσή του.

Ο Piaget (1960), ορίζει τη δημιουργικότητα σαν μια διαδικασία επίλυσης προβλημάτων, εύρεσης προβλημάτων, εξερεύνησης, πειραματισμού, μια πνευματική ενέργεια που συνεπάγεται σεβασμό και μελετημένη λήψη αποφάσεων.

Ο Torrance (1966) ταυτίζει τη δημιουργικότητα με την ικανότητα που διαθέτει το άτομο να αντιμετωπίζει τα διάφορα προβλήματα, με ευαισθησία και πρωτοτυπία αλλά και με μεθοδικότητα και ηρεμία.

Η δημιουργικότητα κατά τους Lee, Webberlen και Litt (1987) είναι ένα πολύπλευρο φαινόμενο και κάθε ζήτημα το οποίο ανακύπτει αντιμετωπίζεται μέσα από διαφορετικές διαδικασίες.

Οφείλουμε να καταθέσουμε και την άποψη του Bruner (1962) που προσδιορίζει τη δημιουργικότητα ως μια ενέργεια από την οποία προκύπτει μια ξεχωριστή και αποτελεσματική έκπληξη (effective surprise).

O Freud (1972) ορίζει τη δημιουργικότητα ως μια ενστικτώδη ορμή που αποσκοπεί στη δημιουργία αλλά τη συσχετίζει και με την ορμή της καταστροφής.

Η δημιουργικότητα μπορεί να περιλαμβάνει τη διαμόρφωση νέων συστημάτων, τη μεταφορά γνώριμων σχέσεων σε διαφορετικό πεδίο και τη διαμόρφωση νέων συσχετισμών (Σάλλα- Διακουμεντζίδη, 1966).

Μέσα από την εννοιολογική προσέγγιση προκύπτει ότι είναι δύσκολο να εντάξουμε τη δημιουργικότητα σε έναν ορισμό. Υιοθετούμε αυτό που αναφέρει ο Davis (1992), «Υπάρχουν άπειροι ορισμοί και ιδέες για τη δημιουργικότητα, όσοι και οι άνθρωποι που έχουν γράψει τις ιδέες τους σ΄ ένα κομμάτι χαρτί».

Ο εγκέφαλός μας αποτελείται από περιοχές που η καθεμιά είναι υπεύθυνη για διαφορετικές λειτουργίες. Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να αναφέρουμε:

  • Το μετωπιαίο λοβό, ο οποίος ευθύνεται για τη συμπεριφορά μας, τις διαδικασίες της αφηρημένης σκέψης, την επίλυση των προβλημάτων, την ικανότητα της προσοχής, τη δημιουργική σκέψη, τη νοημοσύνη, την κρίση, τις πρωτοβουλίες μας, τις αναστολές μας, τη γνώση και τη μνήμη.
  • Τον ινιακό λοβό, που ελέγχει την όραση και τη διαδικασία του διαβάσματος.
  • Το βρεγματικό λοβό, που αφορά την αίσθηση της αφής, την αντίληψη και την ικανότητα να κάνουμε συσχετισμούς. Κάποιες λειτουργίες που σχετίζονται με τη γλώσσα και την ανάγνωση κ.ά.
  • Τον κροταφικό λοβό, που σχετίζεται με τις ακουστικές και οπτικές μνήμες, τη μουσική, το φόβο, την αίσθηση της ταυτοποίησης, την ανάκτηση πληροφοριών κ.ά.
  • Το δεξί ημισφαίριο, που είναι υπεύθυνο για την ανάλυση των μη λεκτικών πληροφοριών, την αντίληψη του χώρου, τον έλεγχο της αριστερής πλευράς του σώματος.
  • Το αριστερό ημισφαίριο, που έχει άμεση σχέση με τις λειτουργίες που αφορούν τη δεξιά πλευρά του σώματός μας, την παραγωγή και κατανόηση της γλώσσας, την αποθηκευμένη μνήμη με μορφή λόγου, τη συστηματική και λογική ερμηνεία των πληροφοριών.

Ο Guilford υποστηρίζει ότι η νοημοσύνη συνίσταται από πέντε τουλάχιστον διαφορετικούς τύπους γνωστικών διεργασιών:

Λειτουργίες του ανθρώπινου νου:

  1. Η κατανόηση.
  2. Η μνήμη.
  3. Η συγκλίνουσα κριτική σκέψη.
  4. Η αποκλίνουσα δημιουργική σκέψη.
  5. Η αξιολόγηση.

Η πρόσληψη

Όπως αναφέραμε και παραπάνω η πρόσληψη εντάσσεται στην ευρύτερη λειτουργία της κατανόησης, περιλαμβάνει τις ικανότητες της παρατήρησης, της προσοχής, της αντίληψης, της αποκωδικοποίησης, της αναγνώρισης και της κατανόησης του εισερχόμενου υλικού.

Η μνήμη

Με τη διαδικασία αυτή εναποθηκεύονται οι πληροφορίες, διατηρούνται και αναπλάθονται σε μεταγενέστερο χρόνο.

Η συγκλίνουσα – κριτική σκέψη

Είναι ένας τρόπος σκέψης που χρησιμοποιείται για την επίλυση προβλημάτων που επιδέχονται μία μόνο απάντηση. Η συγκλίνουσα σκέψη αντιστοιχεί στον παραδοσιακό τρόπο αντίληψης, όπου η σκέψη οδηγείται σε μία λύση, με δομημένους – προκαθορισμένους τρόπους που στηρίζονται στη λογική και συνήθως τα αποτελέσματα είναι κατά κάποιον τρόπο προκαθορισμένα.

Η αποκλίνουσα – δημιουργική σκέψη

Είναι ένας τρόπος σκέψης που ακολουθεί ασυνήθιστες διαδικασίες και τα αποτελέσματα τα οποία προκύπτουν δε θα μπορούσαμε να τα εντάξουμε στην κατηγορία των αναμενόμενων. Θα λέγαμε με την αποκλίνουσα – δημιουργική σκέψη ότι το άτομο απομακρύνει τη σκέψη από τις γνωστές και συνηθισμένες απαντήσεις.

Αν θα θέλαμε να κατηγοριοποιήσουμε τα χαρακτηριστικά των απαντήσεων θα λέγαμε ότι χαρακτηρίζονται από:

  • πολλές σε αριθμό απαντήσεις – λύσεις
  • μεγάλη ευρηματικότητα στις απαντήσεις
  • μεγάλο βαθμό δημιουργικότητας.

Η καινοτομία στην εκπαίδευση

Τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες για την εφαρμογή της δημιουργικότητας στην εκπαίδευση με τη θέσπιση νέων οργανωτικών σχημάτων, όπως η διαθεματικότητα και το σύγχρονο μεθοδολογικό πλαίσιο.

Όμως το νέο διδακτικό υλικό αλλά και η σύγχρονη μεθοδολογία δεν αρκούν, χρειάζεται και οι εκπαιδευτικοί να τύχουν της κατάλληλης επιμόρφωσης, να υιοθετήσουν τις καινοτομίες και να εισάγουν τη δημιουργική σκέψη στο σχολείο. Όπως αναφέρει ο Παρασκευόπουλος η επιμόρφωση αυτή θα πρέπει να στοχεύει:

  • «στην απόκτηση γνώσεων για τη φύση, την αξιολόγηση, την καλλιέργεια και την αγωγή της δημιουργικής σκέψης.
  • Την πρακτική άσκηση στις ειδικές τεχνικές που θα κεντρίζουν τη δημιουργική σκέψη και θα διευκολύνουν τη δημιουργική παραγωγή ιδεών.
  • Την αυτογνωσία, την αλλαγή στάσης και την αποδέσμευση των δημιουργικών ικανοτήτων των ίδιων των εκπαιδευτικών» (2004, σ.7).

Βέβαια, είναι απαραίτητο οι εκπαιδευτικοί να εντάξουν στην όλη διαδικασία μεθόδους και δραστηριότητες που θα συμβάλουν καθοριστικά και θα επηρεάσουν θετικά τη δημιουργικότητα των παιδιών. Σαν τέτοιοι προτείνονται:

  • Η δημιουργία περιβάλλοντος ανακαλυπτικού το οποίο θα είναι ανεκτικό στις νέες ιδέες.
  • Υπέρβαση του τρόπου δόμησης σκέψης των ενηλίκων και προσαρμογή στον τρόπο σκέψης των παιδιών.
  • Λύση προβλημάτων που εμφανίζονται στην καθημερινότητα με βάση τη δημιουργική σκέψη των παιδιών.
  • Έμφαση στη διαδικασία παρά στη λύση.
  • Ο σχολικός χωροχρόνος να δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να αναζητήσουν όλες τις πιθανές και απίθανες λύσεις.

Ενδεικτικά αναφέρουμε μεθόδους διδασκαλίας οι οποίες προάγουν τη δημιουργικότητα και οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν στην εκπαίδευση:

  • Τη μέθοδο της κατιδεασμού (brainstorming). Είναι μια τεχνική που βοηθά στην παραγωγή ιδεών, ενθαρρύνει τους διστακτικούς μαθητές και προσφέρει λύσεις.
  • Το διάλογο και τις συζητήσεις. Είναι ένα δυναμικό μέσο που δίνει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να επιτυγχάνει τους στόχους του και στους μαθητές να διατυπώνουν τις απόψεις τους.
  • Τη μικροδιδασκαλία (προσομοιώσεις, παιχνίδια, ρόλοι).

Ξεκινώντας από μια βασική αρχή, ότι μια σχολική τάξη πρέπει να αποτελεί ένα χώρο χαράς και διασκέδασης, υιοθετούμε τη χρήση παιχνιδιών και ρόλων, προκειμένου να δώσουμε τη δυνατότητα στους μαθητές να αναπτύξουν τις μαθησιακές τους δυνατότητες αλλά και τις κοινωνικές τους δεξιότητες που θα βοηθήσουν στην παραγωγή ιδεών αλλά και λύσεων.

  • Τη μέθοδο της πλάγιας σκέψης.
  • Τους προκρούστειους συνδυασμούς.
  • Τις τεχνικές των ερωτήσεων που κεντρίζουν τη δημιουργική σκέψη.
  • Tην τεχνική 535 (σχηματίζονται 5μελείς ομάδες και εργάζονται είτε ατομικά, για 3 λεπτά, παραγωγή 5 ιδεών είτε ένα παιδί ανακοινώνει στην ομάδα μια ιδέα και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας σε τρία λεπτά θα προτείνουν πέντε νέες ιδέες.

Θεωρούμε δημιουργικό εκπαιδευτικό αυτόν που:

  • Υιοθετεί μεθόδους που προάγουν τη δημιουργικότητα και δίνουν τη δυνατότητα στους μαθητές να αναπτύξουν τη δημιουργική τους σκέψη.
  • Δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, αλλά δίνει χρηστικές πληροφορίες που θα λειτουργήσουν σαν πηγές ή και σαν εργαλεία για την επίλυση προβλημάτων ή την παραγωγή ιδεών.
  • Ιχνηλατεί τη μεθοδολογική του παρέμβαση στηριζόμενος σε ευέλικτες διαδικασίες που του επιτρέπουν να αναπροσαρμόζει το μεθοδολογικό του πλαίσιο.
  • Χρησιμοποιεί σύγχρονους τρόπους διδασκαλίας.
  • Αξιοποιεί τη συνεργασία με το οικογενειακό περιβάλλον, στα πλαίσια ανταλλαγής πληροφοριών και προσδιορισμών αξόνων δράσης.
  • Τις λάθος απαντήσεις τις εντάσσει στο πλαίσιο της ανατροφοδοτικής διαδιακασίας και όχι στο πλαίσιο της απόρριψης ή και της βαθμολόγησης.
  • Είναι ο ίδιος δημιουργικός, αντιλαμβανόμενος και υιοθετώντας ο ίδιος τη δημιουργικότητα ως μια ικανότητα δημιουργίας του νέου.
  • Aναζητά νέες ιδέες και λύσεις χωρίς απαραίτητα την ύπαρξη ερεθισμάτων.
  • Υιοθετεί άμεσα τις νέες ιδέες και θέτει υψηλούς στόχους.
  • Αμφισβητεί κάθε παλαιό και επινοεί, προσαρμόζει, πειραματίζεται, εφαρμόζει ό,τι θεωρεί καινοτόμο.

Μαθαίνουμε κάνοντας…

  • Κατασκευάζουμε αντικείμενα: Δίνουμε στα παιδιά να κατασκευάσουν κάτι ή να συναρμολογήσουν κάτι, κομμάτι κομμάτι.
  • Συνεχίζουμε μια ιστορία: Ένα παιδί ξεκινά να διηγείται μια ιστορία και καλούνται τα υπόλοιπα να τη συνεχίσουν ή και να την ολοκληρώσουν.
  • Kάνουμε ερωτήσεις ανοιχτού τύπου: Μπορούμε να δείξουμε στα παιδιά μια εικόνα και να τους ζητήσουμε να μας απαντήσουν σε ερωτήσεις: «Τι πιστεύετε ότι κάνουν οι άνθρωποι που βλέπετε, τι μπορεί να συζητούν, τι θα συνέβαινε, αν…;».
  • Kάνουμε ερωτήσεις που μπορεί να έχουν πολλές απαντήσεις: Θέτουμε σαν θέμα συζήτησης το νερό ή τη φωτιά ή τα αυτοκίνητα και ζητάμε να μας δώσουν πολλές ασυνήθιστες χρήσεις αυτών.
  • Κάνουμε ερωτήσεις που εξάπτουν τη φαντασία των παιδιών. Σαν παράδειγμα τι θα συνέβαινε αν τα δέντρα ήταν μπλε ή στην έρημο υπήρχε νερό ή αν η έλλειψη βαρύτητας επικρατούσε και στο γήινο περιβάλλον;
  • Δραματοποιούμε: Ζητάμε από τους μαθητές να μετατρέψουν ένα λογοτεχνικό κείμενο σε μια θεατρική παράσταση.
  • Παίζουμε ρόλους: Οι μαθητές μπορεί στα πλαίσια ενός μαθήματος ή μιας διαθεματικής προσέγγισης να υποδυθούν ρόλους, σαν παράδειγμα: επεξεργαζόμαστε μια επετειακή ενότητα, την ενότητα της 25ης Μαρτίου και καλούμε τους μαθητές μας να υποδυθούν ρόλους, όπως του Κολοκοτρώνη, του Παπαφλέσσα, του Καραϊσκάκη.
  • Μιμούμαστε: Kαλούμε τους μαθητές μας να μιμηθούν ζώα, μηχανές, ανθρώπους που συναντούν στην καθημερινότητά τους.
  • Μαντεύουμε τι είναι: Ένα παιδί χωρίς να μιλάει μιμείται ή αναπαριστά κάτι και τα υπόλοιπα προσπαθούν να μαντέψουν.
  • Κατασκευάζουμε: Προτρέπουμε τα παιδιά να χτίσουν κάστρα στην άμμο, να κατασκευάσουν αντικείμενα με πηλό ή άλλα υλικά.

Βιβλιογραφία:

  • Allen, M. S. (1962), Morphological creativity, Englewood Cliffs, NJ: Prentice – Hall.
  • Beaudot, A. (1973), La creativité: recherches americaines, Bordas, Paris.
  • Crawford, R. P. (1978), The techniques of creative thinking, Davis & J. A.
  • Scott (Eds), Training creative thinking (pp. 52-57), Melbourne, FL.: Krieger.
  • De Bono, E. (1967), New think: The use of lateral thinking in the generation of new ideas, New York: Basic Book.
  • Fontana, D. (1995), Ψυχολογία για εκπαιδευτικούς, Αθήνα, εκδόσεις Σαββάλα.
  • Getzels, J. W. & Jackson, P. W. (1962), Creativity and Intelligence: Explorations With gigted students, Wiley.
  • Gordon, W. J. J. (1961), Synectics, New York: Harper & Row.
  • Guilford, J.P. (1950), Creativity: Its measurement and development, American Psychologist, 5 (2).
  • Guilford, J. P. (1959), The three facets of intellect, American Psychologist, 14, 469 – 479.
  • Guilford, J. P. (1986),Creativé talents:Their nature, uses and development, Bufallo, NY: Bearly Limited.
  • Jaqoui, H. (1975), La Creativite, Seghers, Paris.
  • Kinnon, Mac, D.(1962),The nature and nurture of creative talent, American Psychologist, Association Vol. 17.
  • Lee, V. & Webberley, R. & Litt, L. (1987), Νοημοσύνη και δημιουργικότητα, (μτφρ. Γ.Μπαρουξής), εκδόσεις Κουτσουμπός.
  • Lytton, H. (1971), Creativity and Education, Routledge & Kegan, London.
  • Lowenfeld, V. & Brittain, W. L. (1975), Creative and mental growth, London.
  • Maslow, A.(1962), Towards a psychology of Being, Van Nostrand, Princeton NJ.
  • Osborn, A. F. (1963), Applied imagination (3rd ed), New York: Scribners.
  • Parnes, S. J. (1981), Magic of your mind, Bufallo, NY: Creative Education Foundation.
  • Parnes, S. J. & Harding, H. F. (Eds) (1962), A source book for creative thinking, New York: Scribner’s Sons.
  • Parnes, S. J. (1963), Education and creativity, Teachers College Record, 64, 4.
  • Piaget, J. (1960), The child’s concept of the word, New Jersey: Helix Books, Rowan and Allend (1983 ed.).
  • Tapek,A. (1993), Δημιουργικότητα και σχολική επίδοση, Θεσ/νίκη, Διπλωματική εργασία.
  • Torrance, E. P. (1962), Guiding creative talent, Englewood Cliffs, NJ: Prentice- Hall.
  • Torrance, E. P. (1965), Rewarding Creative Behavior: Experiments in Classroom Creativity, New Jersey: Prentice – Hall.
  • Torrance, E. P. (1966), Torrance tests of creative thinking, Bensenvill, IL: Scholastic Testing Service.
  • Bruner, J. (1962), On Knowing: Essays for the left hand.Cambridge, MA: Harvard Press.
  • Beyer, B. (1988), Developing Thinking Skills Program. Boston: Allyn and Bacon.
  • Fisher, R. (1990), Teaching to think.London.
  • Freud, S. (1972), General psychological theory: Papers on Metapsychology. New York: Collier Books.
  • Μαγνήσαλης, Κ. (1987), Δημιουργική στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, Αθήνα, Interbooks.
  • Μαγνήσαλης, Κ. (1990), Μηχανισμοί μεθόδων παραγωγής ιδεών, Αθήνα, εκδ. Interbooks.
  • Μαγνήσαλης, Κ. (1998), Εύρηκα: Μέθοδος παραγωγής ιδεών από ομάδες για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων, Αθήνα, εκδόσεις ΙΩΝ.
  • Μαγνήσαλης, Κ. (2002), Δημιουργική σκέψη, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
  • Ξανθάκου, Γ.(1998), Η δημιουργική σκέψη και μάθηση. Ένα πρόγραμμα εφαρμογών Δημιουργικών μεθόδων στο μάθημα της γλώσσας. Διδακτορική Διατριβή, Τομέας Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών.
  • Παπουτσάκης & Ντορενστάουτερ Π. (1994), Το προικισμένο παιδί, Αθήνα, εκδ. Ποντίκι.
  • Παρασκευόπουλος, Ν. (1992), Ψυχολογία ατομικών διαφορών, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
  • Παρασκευόπουλος, Ι. Ν. (2004), Δημιουργική Σκέψη στο Σχολείο και στην Οικογένεια, Αθήνα.
  • Σάλλα – Δοκουμετζίδη, Τ. (1996), Δημιουργική φαντασία και παιδική τέχνη, εκδόσεις Εξάντας.
  • Τριλιανός, Θ. (1997), Η κριτική σκέψη και η διδασκαλία της, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
  • Χαραλαμπόπουλος, Ι. (1971), Πρόγραμμα αγωγής και ασκήσεως της δημιουργικής Σκέψεως σε παιδιά Δημοτικού Σχολείου, Σχεδιασμός – Εφαρμογή – Αποτελέσματα Διδακτορική Διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, Αθήνα.
  • Λεωνίδου, Χρ. (2006), Η καθιέρωση της δημιουργικής και κριτικής σκέψης στο σύγχρονο σχολείο. Παιδαγωγικό τμήμα, Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
  • Δημιουργική Σκέψη – Παραγωγή Καινοτόμων και Πρωτότυπων Ιδεών (Κέντρα εκπαίδευσης ενηλίκων)
  • Επιστημονική Ευθύνη Ιωάννης Παρασκευόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Παν. Αθηνών

Συγγραφή Σιούτας Νίκος, Ζημιανίτης Κώστας, Κουταλέλη Ελένη, Παναγοπούλου Έφη

Προσθέστε ένα σχόλιο

Διαβάστε επίσης
Επιταχυνόμενη Μάθηση Μια σύγχρονη αναγκαιότητα Μία ινδική παραβολή στην οποία…