“Μην ξεχάσεις τη δική σου μαμά”…

“Μην ξεχάσεις τη δική σου μαμά”…
Διαφημιστική προτροπή στην επέτειο για τη γιορτή της μάνας…!
( 13 – 5 – 2018)

Λίγες σκόρπιες αναμνήσεις για τη μητέρα που σήμερα γιορτάζει…

 

…. Δεν ξεχνώ τη γέννα στο μεσονύχτι…

Ένιωσες τον φυσικό πόνο της γέννας και ανέλαβες , ενστικτωδώς, τον διπλό ρόλο της μητέρας και της μαμής. Μόνη εντελώς…! Και αβοήθητη.. Έκοψες με το ψαλίδι τον ομφάλιο λώρο , τύλιξες σαν τίμιο ξύλο το αγουροξυπνημένο μωρό και το αφιέρωσες στην «Παναγιά της προσφυγιάς»… Από τότε ανέπεμπες, ως ικεσία, μια και μόνο ευχή: «να σου έχει η Παναγιά τα παιδιά καλά » .. Αυτό ζητούσες για τα έξι σου παιδιά , μέχρι το δικό σου μεγάλο ταξίδι…

… Δεν ξεχνώ τις οδυνηρές αγρυπνίες σου…

Ο πατέρας ήταν μακριά…Από ράχη σε ράχη, κυνηγημένος από τους αντάρτες βρέθηκε στα Γιάννενα. Άρχισε να κάνει δουλειές του ποδαριού. Μήπως και φέρει τίποτε στο χωριό από το μονοπάτι του βουνού που έμενε αφύλακτο…Εσύ με τρία μωρά έμενες άγρυπνη και μόνη νύχτες ατέλειωτες… Δεν φοβήθηκες για σένα, το ξέρω… Λαχταρούσες για τα ανήμπορα και ανυποψίαστα μωρά σου, που τα «κλωσσούσες» άγρυπνα, πριν πάρεις των οματιών σου και ανεβείς στο βουνό…

Δεν ξεχνώ τη Νεμέρτσικα…

Στο απρόσιτο βουνό ανέβηκες ζαλωμένη τα τρία μωρά…Ένιωθες τουλάχιστον ασφαλής…Εκεί έλιωνες το χιόνι με το αλεύρι στη χούφτα, για να το κάνεις χυλό… Είχες μαζί σου 3 κιλά αλεύρι Τόσο κατάφερες να βάλεις στο σακούλι σου , πριν φύγεις κυνηγημένη…Εκεί, στην ανέλεγκτη και άγρια φύση εμπιστεύτηκες τη «μονάκριβη πραμάτεια» που κουβαλούσες ζαλωμένη … Όποιος ξέρει εκείνο το βουνό , μπορεί να νιώσει τι σημαίνει επιβίωση σε τέτοιες συνθήκες….Εκεί στο βουνό επιβίωσες για 11 μέρες εσύ και τα τρία παιδιά σου…μακριά από τους ανθρώπους που σε κυνηγούσαν…

… Δεν ξεχνώ τα «Λυόμενα Αμπελοκήπων»…

Από τον εφιάλτη του βουνού γεύτηκες την περιπέτεια της άγνωστης πόλης . Βρέθηκες μετά από αμέτρητες κακουχίες στα Γιάννενα, τουλάχιστον κοντά στον πατέρα και εγκαταστάθηκες στα «Λυόμενα Αμπελοκήπων». Ήταν 21 άβολα τολς (παλιά στρατιωτικά υλικά) στους πρόποδες του λόφου που αγκαλιάζει τα Γιάννενα…Εκεί, η καθημαγμένη πατρίδα, λυτρωμένη πια από τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο , έγλυφε τις πληγές της…Εκεί, εξαντλούσε το ανθρωπιστικό της έργο με τις λιγοστές δυνάμεις της… Έθρεφε κάπου 200 οικογένειες ξεριζωμένων…

… Δεν ξεχνώ το πρώτο «δικό μας» σπίτι…

Εκεί σε θυμάμαι ολοζώντανη, ακούραστη και απτόητη σε μια κάμαρη για 8 να δημιουργείς όρους ανθρώπινης διαβίωσης στην οικογένεια και τα 6 παιδιά σου…Όμως, όχι για πολύ…Ποιος ξέρει μετά από πόσους κόπους του πατέρα και δικές σου θυσίες γίναμε η πρώτη οικογένεια με δική της ιδιοκτησία. Με σπίτι και μαγαζί δικό μας, χτισμένο πέτρα την πέτρα με τα χέρια του πανάξιου πατέρα… Εκεί στήσαμε , χάρη σε σας, όνειρα φρέσκα. Μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε και διεκδικήσαμε τη ζωή, τηρώντας τον όρο – παρακαταθήκη του πατέρα: «Μάθετε γράμματα, μη μείνετε στραβοί όπως εμείς…

… Δεν ξεχνώ την απάνεμη γωνιά… Λίγα χρόνια μετά…

Δεν ξέρω γιατί μου έχει μείνει χαραγμένη τόσο έντονα στη μνήμη μια απόκρυφη γωνιά στους στρατώνες…Έμοιαζε με τρύπα που χάνονται οι κυνηγημένοι αρουραίοι Εκεί κατέφευγες για να προστατεύεις από το ξεροβόρι το στερνοπαίδι που κουβαλούσες για βοηθό στη μοιρασιά των πλυμένων ρούχων του στρατού. Όχι για να προστατευτείς εσύ…Σε είχε οπλίσει η φύση (μήπως ήταν η ανάγκη;) με μια φυσική δύναμη ασυνήθιστη, με μια αντοχή απίστευτη με ένα σθένος ακατάβλητο Εκεί – έλεγες- βγαίνει καλό μεροκάματο σε λίγες ώρες….

… Δεν ξεχνώ τον αγώνα και τις αγωνίες σου…

Αργότερα, ο αγώνας σου πήρε άλλη μορφή…Σε θυμάμαι να μας βάζεις μπροστά μια μικρή κουστωδία από περιπλανώμενους και ευκαιριακούς «μικροπωλητές» που δρασκέλιζαν πόρτα – πόρτα όλη τη γειτονιά…Αγουροξυπνημένοι οι γείτονες ψώνιζαν από τα παιδιά της κυρα – Φώτος και άδειαζαν τα λαχανικά και τα φρούτα από τα τελάρα, πριν προλάβει και φέρει από την αγορά ο πατέρας τη δεύτερη παρτίδα…Τι να πρωτοθυμηθώ από κείνη την εποχή…Τους πελάτες – μας έλεγες – τους προλαβαίνουμε, δεν τους περιμένουμε να έρθουν στο μαγαζί. Με τέτοιους τρόπους , φαινομενικά απλοϊκούς, μάζευες λίγες δραχμές για να θρέψεις την κουστωδία των έξι ανήλικων παιδιών σου και έβαζες και κάτι τι στην άκρη για τις δύσκολες ώρες...

… Δεν ξεχνώ την παγερή αίσθηση της φυλακής…

Σου έλαχε στον δύσκολο δρόμο σου να γνωρίσεις ακόμη και την παγερή αίσθηση της φυλακής…Είχε έρθει – λένε – κάποιος ύποπτος συμπατριώτης (μέρες του εμπόλεμου γαρ ) και περιήλθε κάποια σπίτια συγγενών, πριν εντοπιστεί και διαφύγει…Η ανακριτική υπηρεσία επί δικαίους και αδίκους. Μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση έμεινες για 15 μέρες στη φυλακή.. Τι και αν σε άφησαν αθώα και ελεύθερη ύστερα από 15 μέρες…Εσύ θυμόσουν τον 15νθήμερο εγκλεισμό ως ισόβια καταδίκη και αποστέρηση

… Δεν ξεχνώ τις ευρηματικές σου εμπνεύσεις (κάποιοι τις έλεγαν πονηριές…)

Μυήθηκες γρήγορα στην ευρηματικότητα (ή την πανουργία) του εμπορικού δαιμονίου… Όλοι ήξεραν πως ήσουν αγράμματη…Ωστόσο κανείς δεν αμφισβήτησε την εμπειρική σου αντίληψη, την εντιμότητα των προσπαθειών και την ακρίβεια των συναλλαγών σου. Εγώ – έλεγες- δουλεύω για τα παιδιά μου , δεν πειράζω κανέναν…Στην οικογένεια μόνο χρωστάω…

… Δεν ξεχνώ την ευθύβολη και κατά κανόνα εύστοχη σκέψη σου…

Θυμάμαι την αποφασιστική σου φιγούρα, την πρακτική σου αντίληψη, το θάρρος του αυθορμητισμού και τη λεβεντιά της αξιοπρέπειας…Με τέτοια όπλα τα έβαλες με τον Μητροπολίτη της περιοχής , όταν σου αρνήθηκε το δικαίωμα να αναρτήσεις στο ναό τον «Παντοκράτορα», που τον είχες χρυσοπληρώσει με τα «ματωμένα λεφτά» της ξενιτιάς , (στην οποία υποχρεώθηκες όψιμα, πάλι για τα παιδιά σου..).

… Δεν ξεχνώ το άγχος , τη μέριμνα και την αυταπάρνησή σου…

Όταν με κουβάλησες στην πλάτη σου κάποια χιλιόμετρα, για να φτάσεις κάποια στιγμή στο γιατρό. Φέρτον αύριο να τον χειρουργήσω, σου είπε ο γιατρός… «Να τον κάνεις καλά, γιατρέ , χωρίς μαχαίρι», σαν να τον διέταζες… Σε κοίταξε με συγκρατημένη οργή και σου είπε: «Πάρτον και κάντον εσύ καλά χωρίς χειρουργείο»…
Την έκανες την αποκοτιά σου… Βάλθηκες να επινοήσεις όλα τα γιατροσόφια (επάλειψη με βότανα , «στουμπηγμένο» κρεμύδι στη φλεγμονή για μέρες και (ω, του θαύματος…) το πρήξιμο υποχώρησε, μέχρι πλήρους εξαφάνισης. «Βλέπεις, έλεγες με αυταρέσκεια, δεν ξέρουν όσα νομίζουν οι γιατροί»… Σήμερα που σε θυμάμαι, δεν ξέρω τι με κάνει να χειροκροτώ εκείνη την εμπειρική βεβαιότητα της «υπέροχης και λυτρωτικής σου άγνοιας»….

… Δεν ξεχνώ ποτέ την τελευταία σου μέρα…

Διέσχισες με σιγουριά το λιθόστρωτο της εισόδου. Κατέβηκες στο πεζοδρόμιο (όπως κάθε μέρα παρά τα 92 σου χρόνια). Προσπάθησες να περάσεις τον πολυσύχναστο δρόμο…. Κανένας κίνδυνος δεν διαγραφόταν από τη διπλή ροή της λεωφόρου…. Πού να φανταστείς ότι το παρκαρισμένο αυτοκίνητο που βρίσκονταν μπροστά σου θα κινηθεί με δύναμη προς τα πίσω , από θανάσιμο λάθος του αδέξιου οδηγού…. Μίλησαν για ατύχημα εξ’ αμελείας, άλλοι ξόρκισαν την «κακιά στιγμή».. Ωστόσο, τίποτε δεν μπορούσε να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων…Στην ουσία δεν ανένηψες ούτε στιγμή. Ήταν άδικο να κλείσει έτσι ο κύκλος της πολυτάραχης ζωής σου...

Σήμερα, που γιορτάζεις, ξύπνησαν μέσα μου
λίγες από τις αδρές αναμνήσεις …
Με πίκρα βαθιά, αλλά και με νοσταλγία γλυκιά…
Ας ήταν να ξανάρθει εκείνος ο καιρός, και να σε είχα πλάϊ μου…
Κρίμα που σήμερα μπορώ μόνο να ανάψω το καντήλι σου
και να σου αποθέσω λίγα λουλούδια….
Θα σε θυμάμαι με ΑΓΑΠΗ και ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ..!

Προσθέστε ένα σχόλιο

Διαβάστε επίσης
Προλεγόμενα… Δριμύ κατηγορώ στην συμβατική λογική που διέπει την εκπαίδευση…