Ξανακάνοντας την εκπαιδευτική πράξη πολιτικό και όχι τεχνικό ζήτημα
ή Σκέψεις με αφορμή το «εναντίον της μάθησης»
Αφού λοιπόν η μάθηση έγινε αποκλειστικά ατομική υπόθεση, μετατράπηκε σε μια υπόθεση κινητοποίησης του ατόμου και αναζήτησης των καλύτερων τεχνικών.
Εισαγωγή
Ίσως ακούγεται παράδοξο κάποιοι με επιστημονικές περγαμηνές να είναι εναντίον της μάθησης. Αυτή η λέξη είναι συνδεδεμένη εδώ και χρόνια με ό,τι θετικό συμβαίνει στην παιδική και όχι μόνο ηλικία. Η μάθηση είναι η διαδικασία με την οποία βιολογικό δυναμικό του παιδιού γίνεται πραγματική ικανότητα.
Κι όμως από το 2005 ο Biesta πρωτοδιατύπωσε ορισμένες σκέψεις ενάντια στη μάθηση εστιάζοντας σε κάτι πολύ διαφορετικό. Υποστηρίζει πως τα τελευταία χρόνια η έννοια της διδασκαλίας – εκπαίδευσης έχει αντικατασταθεί από την έννοια της μάθησης τόσο σε επίσημα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής όσο και στο δημόσιο λόγο εκπαιδευτικών, διανοούμενων, επιχειρήσεων. Και πράγματι, αν κοιτάξουμε προσεκτικά θα δούμε ότι τα υπουργεία παιδείας μετονομάζονται σε “δια βίου μάθησης”, ο στόχος της εκπαίδευσης είναι “να μάθουν πώς να μαθαίνουν”, οι δάσκαλοι δε διδάσκουν (μεταδίδουν πληροφορία) δημιουργούν περιβάλλοντα μάθησης, η Microsoft ονομάζει τα project εκπαιδευτικής αξιοποίησης των λογισμικών “συνεργάτες στη μάθηση”. Αυτή η αλλαγή, ισχυρίζεται ο Biesta, δεν είναι χωρίς συνέπειες για τον τρόπο που χαρτογραφούμε την πραγματικότητα και τον τρόπο που επιδιώκουμε να επιλύσουμε τα ζητήματα της παιδείας.
Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα που παραθέτει ο Biesta από κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσα σε λίγες γραμμές παρουσιάζει τη νέα λογική για την εκπαίδευση με επίκεντρο τη μάθηση:
“τοποθετώντας τους μαθητές και την μάθηση στο επίκεντρο της εκπαίδευσης και των μεθόδων και διαδικασιών κατάρτισης δεν είναι με κανένα τρόπο μια καινούρια ιδέα, αλλά στην πράξη το υφιστάμενο πλαίσιο παιδαγωγικών πρακτικών πριμοδοτεί την διδασκαλία έναντι της μάθησης … Στην τεχνολογικά αναπτυγμένη κοινωνία της γνώσης αυτό το είδος διδασκαλίας – μάθησης έχει χάσει την αποτελεσματικότητά του. Αυτοί που μαθαίνουν θα πρέπει να γίνουν πιο ενεργητικοί και αυτόνομοι και να είναι προετοιμασμένοι να ανανεώνουν τις γνώσεις τους διαρκώς και να ανταποκρίνονται δημιουργικά στις νέες καταστάσεις και προβλήματα που διαρκώς ανακύπτουν. Ο δάσκαλος γίνεται διευκολυντής, συνοδός, μέντορας και υποστηρίζει και καθοδηγεί τις προσπάθειες του μαθητή να προσεγγίσει να χρησιμοποιήσει και να παράγει γνώση” (σ. 56)
Μάθηση η λέξη που συμπυκνώνει την αλλαγή παραδείγματος στην εκπαίδευση.
Ο Ken Robinson, ο οποίος αντιπροσωπεύει την πιο γλαφυρή παρουσίαση της νέας γλώσσας για την εκπαίδευση, είναι ακριβής όταν ισχυρίζεται πως τα τελευταία χρόνια έχουμε μια αλλαγή παραδείγματος στην εκπαίδευση που συμπυκνώνεται στην έννοια της μάθησης. Αλλά αυτή η αλλαγή δεν περιλαμβάνει μόνο όσα λέει ο Robinson. Όποιος ρίξει μια ματιά στις συζητήσεις και στις εκδόσεις της δεκαετίας του 70-80 θα δει μια τελείως διαφορετική γλώσσα για τα εκπαιδευτικά ζητήματα.
Εκείνη την περίοδο εκδίδεται το έργο «Οι κληρονόμοι» του Boourdie Passeron και του Bowl και Gintis που μελετά πως αναπαράγονται οι κοινωνικές τάξεις δια μέσου της εκπαίδευσης. Διατυπώνονται οι θεωρίες γλωσσολογίας του Lubpov για το πως το σχολείο πριμοδοτεί τον γλωσσικό κωδικό των μεσαίων στρωμάτων αυξάνοντας το εμπόδιο παιδιών από χαμηλότερα στρώματα.
Γεννιέται το ρεύμα της αποσχολειοποίησης ως άρνησης ενός συστήματος που εγχαράσει συγκεκριμένες αντιλήψεις και συμπεριφορές. Ο Άλτουσερ θεωρεί το σχολείο μαζί με οικογένεια, εκκλησία ως ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους.
Το σχολείο γίνεται επίκεντρο πολιτικών συγκρούσεων για το τι θα περιέχει το αναλυτικό πρόγραμμα, για το αν είναι μέσο συντήρησης ή αλλαγής του κατεστημένου, για το ποια είναι η θέση των φτωχών, των έγχρωμων, των μεταναστών μέσα σε αυτό.
Από την απέναντι πλευρά οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί θεωρούν την εκπαίδευση ως μέσω εξόδου από την φτώχεια. Οι επενδύσεις στην εκπαίδευση θεωρούνται παραγωγική επένδυση. Όσο πιο μορφωμένος είναι ο πληθυσμός τόσο περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης υπάρχουν. Το σύνολο του πληθυσμού θεωρείται το ανθρώπινο κεφάλαιο μιας χώρας. Όσο πιο μορφωμένο τόσο πιο παραγωγικό.
Σήμερα, μοιάζει σαν να έχουν περάσει αιώνες από αυτή την εποχή. Παρ’ όλο που η εκπαίδευση συνεχίζει να θεωρείται το μέσο για την ανάπτυξη, η απάντηση στην κρίση, το μέσο για να αναπτυχθεί η «έξυπνη Ελλάδα» ή το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, το νόημα έχει αλλάξει. Η κοινωνική διάσταση της εκπαίδευσης έχει απωθηθεί στο βάθος και η μάθηση εμφανίζεται ως το μέσον για να αποκτήσει ο καθένας ατομικά εκείνα τα προσόντα που θα του επιτρέψουν να επιβιώσει σε μια ανταγωνιστική αγορά εργασίας. Ο καθένας μόνος του πρέπει να λειτουργήσει ως επιχείρηση του εαυτού του να επενδύσει πόρους στη μάθηση του (μάζεμα χαρτιών και εμπειρίας) για να γίνει ελκυστικό εμπόρευμα στην αγορά εργασίας. Εάν αποτύχει δεν φταίει η κρίση, ο καταμερισμός εργασίας που δε δημιουργεί θέσεις αλλά ο ίδιος που δεν απέκτησε τις κατάλληλες δεξιότητες.
Αφού λοιπόν η μάθηση έγινε αποκλειστικά ατομική υπόθεση, μετατράπηκε σε μια υπόθεση κινητοποίησης του ατόμου και αναζήτησης των καλύτερων τεχνικών. Με τον τρόπο αυτό, η εκπαιδευτική διαδικασία αποκτά τα χαρακτηριστικά της οικονομικής συναλλαγής. Ένα υποκείμενο (ο πελάτης – ο μαθητής) με διαμορφωμένες προθέσεις, επιδιώξεις και κίνητρα αγοράζει υπηρεσίες εκγύμνασης των επιθυμητών δεξιοτήτων. Εφόσον η εκπαιδευτική πράξη ακολουθεί τον ιδεότυπο της οικονομικής συναλλαγής, συνεπάγεται πως τα μοντέλα οργάνωσης της εκπαίδευσης και βελτίωσης προέρχονται από το χώρο της αγοράς και των επιχειρήσεων Για τον λόγο αυτό και οι λέξεις αξιολόγηση, αριστεία, βέλτιστες πρακτικές, ηγεσία, κουπόνια, ανταγωνισμός έρχονται σαν φάρμακα στον «άρρωστο «οργανισμό της εκπαίδευσης.
Μάθηση μια έννοια της ψυχολογίας που κάνει καριέρα στην πολιτική
Ο τρόπος που αναφερόμαστε σ’ ένα θέμα δεν είναι ουδέτερος. Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε αντανακλούν τις προτεραιότητες, τα συμφέροντα, τις καταστάσεις που επιδιώκεται να διαμορφωθούν. Η εποχή μας είναι η εποχή μετάβασης από την εκπαίδευση ως κοινωνικό αγαθό, ως υπόσχεση καλύτερης ζωής στην εκπαίδευση ως εμπόρευμα, ως ατομική επένδυση. Ακριβώς επειδή η μάθηση αναδύθηκε ως ψυχολογική έννοια που περιγράφει την ατομική εξέλιξη, εστιάζει στο άτομο. Τα κυρίαρχα ρεύματα της ψυχολογίας – ο μπιχιεβιορισμός, ο γνωστικισμός, ο κονστρουκτιβισμός – ορίζουν την μάθηση με επίκεντρο το άτομο. Ανάλογα με την προσέγγιση η μάθηση κατανοείται άλλοτε ως τροποποίηση της συμπεριφοράς, άλλοτε ως αλλαγή γνωστικών δομών και άλλοτε ως ενεργή κατασκευή γνώσης. Με άλλα λόγια, εστιάζουν στην ατομική εξέλιξη συγκρίνοντάς την με ένα γενικό μέσο όρο.
Ωστόσο, η έννοια της μάθησης υπερβαίνει σήμερα το πλαίσιο της ψυχολογίας και γίνεται έννοια της εκπαιδευτικής πολιτικής. Είναι πλέον το μέσο για να προσαρμοστεί το άτομο σ’ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Είναι το μέσο ώστε ο καθένας να αναπτύξει το δικό του πορτοφόλιο δεξιοτήτων, το δικό του ατομικό κεφάλαιο, είναι το μέσο για να διαπραγματευτεί την δική του θέση στην ζούγκλα της αγοράς εργασίας. Εάν μείνει πίσω σ αυτήν την κούρσα αναβάθμισης δεξιοτήτων, τότε απαρχαιώνεται, όπως τα λογισμικά, και κινδυνεύει με περιθωριοποίηση και αποκλεισμό. Η έννοια της μάθησης μαζί με την αντίστοιχη της ανθεκτικότητας εκφράζουν τον αποικισμό της εκπαίδευσης από την γλώσσα της οικονομίας της αγοράς.
Η έννοια της κοινωνίας, οι θέσεις εργασίας που παράγει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, οι δημόσιες δαπάνες, η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, τα συστήματα υποτροφιών (που στο εξωτερικό επέτρεψαν σε πολλούς να σπουδάσουν) εξαφανίζονται και μένει μόνο το άτομο και οι στρατηγικές μάθησης που αναπτύσσει για να ανέβει όροφο στο σιδερένιο κλουβί της πραγματικότητας.
Οι συνέπειες του αποικισμού είναι σημαντικές και για την κατανόηση του σχολείου ως οργανισμού. Το σχολείο δεν αποτελεί πια ένα δημόσιο οργανισμό που λειτουργεί εντός ενός καθορισμένου πλαισίου και με προσδιορισμένες σχέσεις. Δεν είναι πλέον προϊόν πολιτικών αντιπαραθέσεων και αγώνων. Αντίθετα, είναι οργανισμός μάθησης που λειτουργεί όπως μια επιχείρηση. Έχει αδύνατα και δυνατά στοιχεία, αγωνίζεται για την εξεύρεση πόρων, μαθαίνει να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον και τους πελάτες, χαράζει στρατηγική για να καθιερώσει τη θέση και το όνομα του και επεκτείνεται διαρκώς σε νέα πεδία. Κάθε πρόβλημα είναι ευκαιρία για νέα μάθηση που θα παράγει νέα επιτυχημένη δράση. Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι δεν συγκροτούν συλλογικότητες που έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, που βρίσκονται σε ανταγωνισμό με την διοίκηση, αλλά συγκροτούν κοινότητες μάθησης που είναι το ίδιο συνυπεύθυνη με την διοίκηση για την επίτευξη των στόχων του οργανισμού, σ’ ένα οργανισμό που δεν μπορούν να επηρεάσουν ούτε στο ελάχιστο το πλαίσιο λειτουργίας.
Συνοψίζοντας η γλώσσα της μάθησης κάνει παιδαγωγικά αποδεκτή και ελκυστική την μετάβαση της εκπαίδευσης από δημόσιο αγαθό σε εμπόρευμα προς πώληση.
Η πρόταση του Biesta
Ο Biesta χρησιμοποιεί την ορολογία της φιλοσοφίας της εκπαίδευσης. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να βάλει τις βάσεις για μια διαφορετική κατανόηση της εκπαίδευσης, μία κατανόηση διαφορετική από αυτή της οικονομικής λογικής που η ρητορική της μάθησης υπονοεί.
Χρησιμοποιεί όρους (πχ. εμπιστοσύνη χωρίς προϋποθέσεις κτλ.) που παραπέμπουν στη σχέση ενός έμπειρου ενήλικα με μαθητές (προσωπικότητες υπό διαμόρφωση). Παραπέμπει στη σχέση του Σωκράτη με τους μαθητές του, στη σχέση ενός οδηγού εξερευνητικής αποστολής με τους συμμετέχοντες, ενός προπονητή που έχει αναλάβει να χτίσει μια ομάδα. Η έμφαση δίνεται όχι στις δεξιότητες που πρέπει να αποκτηθούν αλλά στην μεταμόρφωση του μαθητευόμενου, στη μετεξέλιξή του σε μια διαφορετική προσωπικότητα. Η εκπαίδευση δεν μοιάζει με ταξίδι ενός παιδικού βλέμματος σ ένα θαυμαστό θεματικό πάρκο, αλλά με αυτό του Οδυσσέα που παρόλο που ο στόχος μένει σταθερός η διαδρομή πλουτίζει και αλλάζει τον ταξιδευτή τον κάνει άλλο άνθρωπο.
Για να γίνει αυτό, το κέντρο βάρους μεταφέρεται στην διδασκαλία και στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ του γηραιότερου και του νεότερου. Η μάθηση δεν συνίσταται στην ανάπτυξη προκαθορισμένων δεξιοτήτων ή στην απόκτηση ενός επιθυμητού προσόντος αλλά στη διαταραχή της μέχρι τώρα πορείας του μαθητευόμενου, στην δημιουργία κρίσης στην αυθόρμητη ανάπτυξη που έβαλε το οικογενειακό περιβάλλον το μαθητή. Στοχεύει στο να ξυπνήσει δυνατότητες που βρισκόταν σε ύπνωση, να ανοίξει νέους δρόμους νέα πρωτότυπα μονοπάτια στην εξέλιξη του μαθητή. Η διδασκαλία, που είναι αντάξια του ονόματός της, δεν είναι εκγύμναση προκαθορισμένων και υψηλά διατιμημένων από την αγορά δεξιοτήτων, αλλά η δημιουργία συνολικά διαφορετικού τύπου προσωπικότητας
Με το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά και με τα υπόλοιπα βιβλία του ο Biesta προσπαθεί να αντιπαραθέσει στην εκπαίδευση που έχει άμεσο οικονομικό όφελος μια διδασκαλία που θα επιτρέπει την ανάδυση όλου του πλούτου των δυνατοτήτων που κρύβει μέσα του κάθε παιδί. Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι για να πετύχουμε κάτι τέτοιο πρέπει να χρησιμοποιήσουμε μια διαφορετική ορολογία για τα εκπαιδευτικά ζητήματα. Η έμφαση στην διδασκαλία και στην ποιότητα των σχέσεων φέρνουν στο προσκήνιο ζητήματα περιεχομένου της εκπαίδευσης, του σκοπού της, και το πώς θα οργανωθεί με διαφορετικό τρόπο η μορφωτική αλληλεπίδραση. Κάποιες σκέψεις για αυτά τα ζητήματα διατυπώνουμε παρακάτω.
Κάνοντας τη διδασκαλία πολιτικό ζήτημα και όχι τεχνικό
Η διένεξη γύρω από την έννοια της μάθησης δεν είναι ένα ακαδημαϊκό ζήτημα του ποια ταμπέλα θα κολλήσουμε στα φαινόμενα. Η συζήτηση αφορά το περιεχόμενο της εργασίας του εκπαιδευτικού. Αφορά το πλαίσιο μέσα στο οποίο ερμηνεύονται και επιλύονται τα θέματα εκπαίδευσης. Η συζήτηση δεν πρέπει να μείνει στα χέρια ειδικών που αναζητούν είτε μια νέα τεχνολογία (learning managment system,mobile application, διαδραστικούς κτλ) είτε μια νέα μέθοδο (project base learning, bleaded learning, personalized learning) με την οποία θα λύσουν όλα τα προβλήματα.
Ίσως είναι καιρός να σκεφτούμε ότι τα προβλήματα που καθημερινά αντιμετωπίζουμε στο σχολείο, όπως οι διαφορετικοί ρυθμοί, οι διαφορετικές δυνατότητες, το ενδιαφέρον ή η αδιαφορία για τα μαθήματα, τα προβλήματα πειθαρχίας, οι δυσκολίες κατανόησης των σχολικών μαθημάτων, γεννιούνται εκτός σχολείου και μορφοποιούνται εντός του. Η ρητορική γύρω από την έννοια της μάθησης κάνει αόρατο το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνουν οι δυνατότητες και οι δυσκολίες των μαθητών. Για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα ζητήματα χρειαζόμαστε μια διαφορετική γλώσσα, πρέπει να φέρουμε στο επίκεντρο της συζήτησης διαφορετικά ερωτήματα από αυτά που ξεκινούν με το πώς.
- Τι αξίζει; τι χρειάζεται να ξέρει ένας μαθητής σήμερα για να ανταποκριθεί στις διαφορετικές σφαίρες ζωής (εργασία, οικογένεια, υγεία, κατανάλωση); Τι συγκροτεί σήμερα το γραμματισμό στην γλώσσα, στις φυσικές επιστήμες και στις κοινωνικές σπουδές; Ή, για να το διατυπώσουμε όπως το έλεγαν πριν 100 χρόνια, “ποια γνώση έχει την μεγαλύτερη αξία” για να φέρουμε τους μαθητές σε επαφή μαζί της; Τα ερωτήματα αυτά απαντά το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών το οποίο συχνά μένει αθέατο στους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, όμως καθορίζει το πλαίσιο των διδακτικών επιλογών τους.
- Γιατί μέχρι σήμερα η καλλιέργεια των βασικών δεξιοτήτων – ανάγνωση, αρίθμηση, γραφή – δεν είναι επιτυχείς σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού;
- Γιατί η οργάνωση της ύλης αδιαφορεί για τις διαφορετικές αφετηρίες των μαθητών;
- Γιατί οι τάξεις μοιάζουν με προκριματικούς αγώνες για το ποιος θα φτάσει στους τελικούς των πανελληνίων;
- Γιατί “οι μαθητές που αφήνουν το σχολείο στα 16 χρόνια έχουν κάνει μαθηματικά υψηλού επιπέδου, αλλά δεν ξέρουν να υπολογίσουν την ελάχιστη πιθανότητα τους να κερδίσουν στο λόττο ή στον ιππόδρομο, ούτε να εκτιμήσουν το κόστος ενός μικρού δανείου; Έχουν κάνει ώρες βιολογία αλλά δεν έχουν καταλάβει τις στοιχειώδεις βάσεις της αντισύλληψης, της τοξικοεξάρτησης ή της πρόληψης του aids. Έχουν κάνει ώρες χημεία αλλά δεν γνωρίζουν να αποκωδικοποιήσουν τις ετικέτες των τροφίμων. Έχουν κάνει φυσική αλλά δεν γνωρίζουν να εξοικονομήσουν ενέργεια ή να εκτιμήσουν τους τεχνολογικούς κινδύνους. Έχουν μελετήσει τη λογοτεχνία αλλά είναι ανίκανοι να εκφράσουν τα δικά τους συναισθήματα.”
Τα ερωτήματα σχετικά με το πως το σχολείο θα γίνει ωφέλιμο για την πλειοψηφία των μαθητών, με το τι σημαίνει ωφέλιμο και για ποιον, απαιτούν να σκεφτούμε μία διαφορετική μορφή λειτουργίας του σχολείου τόσο στο θεσμικό πλαίσιο όσο και στο περιεχόμενό του. Δεν είναι τεχνικό ζήτημα του ποια μέθοδος είναι καλύτερη, αλλά πολιτικό επίδικο αναφορικά με το ποιοι θα έχουν πρόσβαση στις ανώτερες θέσεις του καταμερισμού εργασίας (θέσεις υψηλής ειδίκευσης).
Όπως και να το διατυπώσουμε, η κριτική στο σημερινό σχολείο περνάει σε κάθε περίπτωση μέσα από την κριτική στην έννοια της μάθησης και στο γενικότερο εκπαιδευτικό παράδειγμα που εδράζεται στην έννοια αυτή.
ΥΓ. Για να γίνει κατανοητή η ανεπάρκεια της έννοιας της μάθησης για την διαπραγμάτευση των προβλημάτων της παιδείας-εκπαίδευσης αρκεί να σκεφτούμε την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα.
Το πιο μορφωμένο κομμάτι της νεολαίας φεύγει έξω. Οι νέοι δηλ που κινητοποίησαν όλους τους διαθέσιμους πόρους μάθησης τόσο τους δικούς τους όσο και της οικογένειας τους αδυνατούν να βρουν θέση στην εδώ αγορά εργασίας. Αντίθετα βρίσκουν εργασία ανάλογη των προσόντων τους στο εξωτερικό(γιατροί στην Γερμανία ,μηχανικοί στο Ντουμπάι). Όσοι μείνουν εδώ παρόλο που ξέρουν μία με δύο ξένες γλώσσες ,έχουν πτυχία μεταπτυχιακά ,έχουν παρακολουθήσει ατέλειωτα σεμινάρια και επιμορφώσεις στην καλύτερη υποαπασχολούνται.Τα διάφορα συνέδρια καινοτομίας στυλ TED εξειδανικεύουν την ευφυία την ιδέα που γίνεται εμπορεύσιμο προιόν , το κυνήγι του ονείρου κτλ, όμως οι Χρυσές Αγγελίες οι μόνες θέσεις που εμφανίζουν είναι πωλητές ,διακινητές προιόντων ,θέσεις υπαλλήλων που αρκεί απολυτήριο γυμνασίου.
Όταν ο καταμερισμός εργασίας, το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, αδυνατεί να παράγει ειδικευμένες θέσεις εργασίας ,είναι πρόβλημα μάθησης ή ζήτημα δημοσίων επενδύσεων.
Όταν οι θέσεις εργασίας είναι ελάχιστες η ορολογία της μάθησης απλά κρύβει την μεγάλη εικόνα και μετατρέπει το πρόβλημα της εργασίας -ανεργίας σε ατομικό ζήτημα έξυπνων επιλογών.
Τα ζητήματα της εκπαίδευσης δεν θέλουν ψυχολογική συμβουλευτική αλλά απαιτούν πολιτικές και συλλογικές απαντήσεις.
Δίκτυο κριτικής στην Εκπαίδευση
Διαβάστε περισσότερα: http://www.alfavita.gr/special-edition/xanakanontas-tin-ekpaideytiki-praxi-politiko-kai-ohi-tehniko-zitima#ixzz4ZdH3H2DK