Το σχολείο του «αδαούς» δασκάλου

Το αίτημα για πνευματική χειραφέτηση των μαθητών μέσα από ένα παράδοξο επεισόδιο στην ιστορία της παιδαγωγικής.

Ο Ζοζέφ Ζακοτό κλήθηκε να διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν το 1818. Ο ίδιος δεν ήξερε γρυ ολλανδικά, οι φοιτητές του γρυ γαλλικά. Κι όμως, αυτή η συνθήκη δεν στάθηκε εμπόδιο αλλά πηγή έμπνευσης για τον παιδαγωγό ο οποίος έδωσε στους φοιτητές του μια δίγλωσση έκδοση του «Τηλέμαχου» του Φενελόν και τους ζήτησε με τη βοήθεια της μετάφρασης να μάθουν το κείμενο. Δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για την ορθογραφία, την κλίση των ρημάτων ή το συντακτικό. Ωστόσο, τα αποτελέσματα ήταν παραπάνω από ικανοποιητικά. Οι φοιτητές βρήκαν τις αντιστοιχίσεις, έμαθαν να διαβάζουν και προοδευτικά να συντάσσουν προτάσεις στα Γαλλικά με όλο και μεγαλύτερη ευστοχία κι ακρίβεια. Η προσέγγιση αυτή επαναλήφθηκε κι ο Ζακοτό «δίδασκε» αντικείμενα στα οποία ο ίδιος ήταν αδαής.

O Ρανσιέρ, ακολουθώντας και προεκτείνοντας το πνεύμα του Ζακοτό, ισχυρίζεται ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει αυτοδύναμα την ικανότητά του για μάθηση, όπως ακριβώς τα μικρά παιδιά αρχίζουν να κατανοούν και να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα πριν τη διδαχτούν στο σχολείο.

Το μοναδικό αυτό ιστορικό πείραμα αφηγείται κι ερμηνεύει στο βιβλίο του, ένα μικρό αριστούργημα, ο σημαντικός σύγχρονος στοχαστής Ζακ Ρανσιέρ. Και συμπεραίνει ότι η προσφορά του Ζακοτό συνίσταται στην αντιστροφή μιας κοινότοπης παραδοχής. «Η εξήγηση δεν είναι αναγκαία για τη θεραπεία της ανικανότητας για κατανόηση. Αντίθετα, αυτή η ανικανότητα είναι η θεμελιώδης επινόηση της εξηγητικής σύλληψης του κόσμου. Εκείνος που εξηγεί χρειάζεται τον ανίκανο, όχι το αντίθετο∙ ο εξηγητής καθιστά τον ανίκανο ως τέτοιον». O Ρανσιέρ, ακολουθώντας και προεκτείνοντας το πνεύμα του Ζακοτό, ισχυρίζεται ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει αυτοδύναμα την ικανότητά του για μάθηση, όπως ακριβώς τα μικρά παιδιά αρχίζουν να κατανοούν και να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα πριν τη διδαχτούν στο σχολείο.

Τότε, όμως, ο δάσκαλος είναι αχρείαστος; Όχι. «Δάσκαλος είναι εκείνος που κλείνει τη νοημοσύνη μέσα σε έναν αυθαίρετο κύκλο απ’ όπου θα βγει μόνο εάν η ίδια κρίνει ότι είναι αναγκαίο». Με άλλα λόγια, ο δάσκαλος πρέπει να μεσολαβεί ώστε να προκαλέσει την πνευματική χειραφέτηση του μαθητή. Δεν πρέπει να του μεταβιβάζει τις δικές του γνώσεις, να του επισημαίνει πότε σφάλει ή να επικυρώνει ότι κατανόησε ορθά το αντικείμενο. Διότι τότε, ο μαθητής θα είναι συνεχώς εξαρτημένος από τις εξηγήσεις του δασκάλου και η σχέση τους θα δομείται σε μια καταστατική ανισότητα. Θα είναι σχέση χειραγώγησης. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι είναι αδύνατο να ενσωματωθεί η «μέθοδος» Ζακοτό στους ιεραρχικούς εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, εξ ου και το πείραμα δεν επιβίωσε.

Πάντως, δεν πρέπει να θεωρηθεί ένα ασήμαντο επεισόδιο στην ιστορία της παιδαγωγικής. Ίσως να είναι άστοχο να πάρουμε τοις μετρητοίς την ανάλυση του Ρανσιέρ. Δεν παύει ωστόσο να είναι ένα ερέθισμα για προβληματισμό. Μήπως στα σχολεία μας χρειαζόμαστε μαθητές λιγότερο «καταπιεσμένους» και δασκάλους περισσότερο «αδαείς»;
                                                                                                                                                                            Του Σωτήρη Βανδώρου

Προσθέστε ένα σχόλιο

Διαβάστε επίσης
Τα έξι πρώτα χρόνια... Καθορίζουν τη ζωή του παιδιού Έρευνες,…