Τι σχολείο θέλουμε; Ποιο σχολείο χρειάζεται ο σύγχρονος μαθητής;

1.1 Εισαγωγή

Έχοντας ήδη διανύσει την πρώτη δεκαπενταετία του 21ου αιώνα, είναι πια καιρός όχι μόνο να αναρωτηθούμε, αλλά και να αποφασίσουμε για το τι Σχολείο θέλουμε, ποιο Σχολείο χρειάζεται ο σύγχρονος μαθητής, ο οποίος θα ζήσει στην Ελλάδα του 21ου αιώνα αλλά και στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.

Κοινός τόπος της πρωτοβουλίας είναι:

  • Το ανοιχτό, Σχολείο με κέντρο τον άνθρωπο, που υιοθετεί τις απόψεις της κριτικής παιδαγωγικής, υποστηρίζει το δημοκρατικό βίο, παράγοντας συγκροτημένους πολίτες, λειτουργικά ικανούς σε μία σύγχρονη κοινωνία και οικονομία.
  • Η επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη για τη σημασία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην εξέλιξη της ζωής των μαθητών.
  • Η ανησυχία μας για τις πολύ χαμηλές επιδόσεις του συστήματός μας στο παγκόσμιο χωριό, όπως αυτές διαπιστώνονται μέσα από διάφορες μελέτες (βλέπε για παράδειγμα τις μετρήσεις του PISA).
  • Ο προβληματισμός μας για τους λόγους που οι προσπάθειες για «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις» ή αλλαγές εδώ και δεκαετίες δεν εφαρμόζονται ή δεν ολοκληρώνονται.
  • Η φιλοσοφία της ΕΕ για το Σχολείο του 21ου αιώνα (Ευρώπη 2010), όπως αυτή εξειδικεύτηκε στο «Νέο Σχολείο»[1], το 2010 για την Ελλάδα.

Δυστυχώς ακολούθησε η γνωστή εξέλιξη, νομοτελειακή θα λέγαμε στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης: με την αλλαγή της Πολιτικής Ηγεσίας, αποδομήθηκε, ξηλώθηκε σιγά – σιγά η πολιτική πρόταση για το «Νέο Σχολείο» και ξαναβρισκόμαστε και πάλι στην ίδια κατάσταση όπου «η μόνη συμφωνία για τα εκπαιδευτικά θέματα είναι στη διαφωνία».

Τη στιγμή που άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, από το 2010 και πιο πρόσφατα (2013) η Ιταλία με την Κυβέρνηση του κυρίου Ρέντζι εφαρμόζουν την πολιτική της ΕΕ για το «Σχολείο του 21ου Αιώνα» («Νέο Σχολείο» για την Ελλάδα) και μάλιστα έχουν ήδη τα πρώτα θετικά αποτελέσματα, η Ελληνική Πολιτεία έχει παγώσει τη σχετική διαδικασία από το έτος 2012.

1.2 Νέο Σχολείο

Στη φιλοσοφία του «Νέου Σχολείου» τέθηκαν προς απάντηση και εφαρμογή τρία κεντρικά, αλληλένδετα παιδαγωγικά ερωτήματα: το τί μαθαίνουμε εξαρτάται από το πώς το μαθαίνουμε και γιατί το μαθαίνουμε. Το τρίτο ερώτημα το γιατί μαθαίνουμε, συνίσταται στην προετοιμασία των νέων γενιών ώστε να μπορούν:

  • Να συνεχίζουν να αποκτούν γνώσεις σε όλη τη διάρκεια του βίου.
  • Να συμμετέχουν με επιτυχία στην οικονομική ζωή της κοινωνίας με την εργασία.
  • Να ασκούν τον ρόλο του υπεύθυνου πολίτη.
  • Να συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή.
  • Να αναπτύσσουν ταυτόχρονα αυτόνομη δράση αλλά και συλλογικό κοινωνικό πνεύμα.

Σε σχέση με το τι μαθαίνουμε, το «Νέου Σχολείο» ξεκινάει από τις βασικές γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες που εφοδιάζουν το μαθητή και τη μαθήτρια, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στα παρακάτω:

  • Ικανότητα στην άνετη χρήση -προφορικά και γραπτά- της Ελληνικής Γλώσσας στην πρότυπη μορφή της και σε ποικίλα επικοινωνιακά πλαίσια, ικανότητα που αποτελεί θεμέλιο όλης της εκπαίδευσης και κλειδί για την επιτυχή συνέχιση των σπουδών.
  • Επάρκεια στην προφορική και γραπτή χρήση Ξένων Γλωσσών που διευρύνουν τους νοητικούς ορίζοντες, εξοικειώνουν με άλλες κουλτούρες, ευνοούν την ευρωπαϊκή και διεθνή επικοινωνία, διευκολύνουν τις σπουδές στο εξωτερικό και αποτελούν εφόδια επαγγελματικής αποκατάστασης στην εποχή μας.
  • Γνωστική επάρκεια στα Μαθηματικά, χειρισμό των μαθηματικών εννοιών, εφαρμογή τους στην καθημερινή ζωή, και παράλληλη ανάπτυξη της Μαθηματικής Λογικής και αφαιρετικής ικανότητας. Κατάκτηση αντίστοιχων δεξιοτήτων στις Φυσικές Επιστήμες και την Τεχνολογία.

Οι δεξιότητες στους τρεις αυτούς τομείς συνδέονται με σχολικά αντικείμενα και μπορούν να ενσωματωθούν στα προγράμματα σπουδών. Υπάρχουν όμως δεξιότητες και αντιλήψεις που διατρέχουν οριζόντια όλα τα σχολικά αντικείμενα:

  • Επάρκεια στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας που προϋποθέτει όχι μόνο την εξοικείωση με τα εργαλεία της αλλά και την ικανότητα του μαθητή και της μαθήτριας να κρίνει και να μπορεί να επιλέγει μέσα από την πληθώρα πληροφοριών και γνώσεων, που η τεχνολογία αυτή παρέχει.
  • Έμφαση στη μεθοδολογία της μάθησης, με στόχο την κατάκτηση από τον μαθητή, όχι μνημικής αλλά λειτουργικής γνώσης σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα. Η βασική παιδαγωγικά αρχή για την απόκτηση λειτουργικής γνώσης είναι από την πρώτη μέρα του Σχολείου το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω».
  • Απόκτηση των ικανοτήτων ανάληψης πρωτοβουλιών και ευρηματικότητας για την επίλυση απρόβλεπτων προβλημάτων.
  • Κοινωνική ευθύνη ως υπόβαθρο της ενεργητικής άσκησης του ρόλου του υπεύθυνου πολίτη της δημοκρατικής κοινωνίας.
  • Πολιτισμική συνείδηση με την εσωτερίκευση των αξιών της ανθρωπιστικής παιδείας, την καλλιέργεια της ικανότητας πρόσβασης στα ελληνικά και στα παγκόσμια αγαθά και την προαγωγή της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητα εξασφαλίζοντας παράλληλα την αναγνώριση των πολιτισμικών διαφορών.
  • Εθνική συνείδηση ως ενσυνείδητη υπαγωγή στην κοινότητα εθνικών συμφερόντων, η συνείδηση του ανήκειν στην ομάδα πολιτών της Ελληνικής Δημοκρατίας, με βάση τις αξίες της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη της.

Αυτές οι οριζόντιες ικανότητες, όπως η κριτική σκέψη, η δημιουργικότητα, η δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών, επίλυσης προβλημάτων, λήψης αποφάσεων, ανάληψης ρίσκου και διαχείρισης των συναισθημάτων, χρειάζεται να υποστηριχτούν από νέες δεξιότητες που πρέπει να καλλιεργήσει το σχολείο.

Το πώς μαθαίνουμε του «Νέου Σχολείου» είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την αναγκαιότητα των νέων δεξιοτήτων, που διατρέχουν οριζόντια και εγκάρσια όλα τα σχολικά αντικείμενα. Είναι κοινά αποδεκτό ότι για την προαγωγή αυτών των δεξιοτήτων και για μια νέα στάση απέναντι στην Εκπαίδευση απαιτούνται νέες παιδαγωγικές τεχνικές και ένα πιο ευέλικτο μαθησιακό περιβάλλον, που θα παίρνει υπόψη του τους διαφορετικούς ρυθμούς μάθησης και θα ενθαρρύνει τους μαθητές και τις μαθήτριες στο σχεδιασμό της προσωπικής τους μάθησης. Με άλλα λόγια απαιτείται μεγαλύτερη εξατομίκευση της διδασκαλίας ανάλογα με τις ανάγκες του μαθητή και της μαθήτριας και ενεργητικότερη συμμετοχή του στις δραστηριότητες μάθησης. Είναι προφανές ότι αυτή η προσέγγιση συναρθρώνει την απόκτηση γνώσεων με τη συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη των μαθητών και μαθητριών.

Για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω φιλοσοφίας και των στόχων το «Νέο Σχολείο» οικοδομείται στις εξής βασικές αρχές και αξίες:

  • Ολοήμερο: Το «Νέο Σχολείο» πρέπει να φροντίσει τη βιωσιμότητα ενός ολοήμερου προγράμματος εγκαθιστώντας στο σχολικό χώρο δραστηριότητες και σχέσεις που θα κάνουν τη ζωή των μαθητών και των εκπαιδευτικών ενδιαφέρουσα, δημιουργική και ευχάριστη.
  • Καινοτόμο: Το «Νέο Σχολείο» στηρίζει την καινοτομία τόσο στο επίπεδο των εκπαιδευτικών διαδικασιών (να εμποδίζει το γέρασμα του εκπαιδευτικού συστήματος) όσο και στο επίπεδο παραγωγής των μαθητών και των εκπαιδευτικών τους (να προωθεί με κάθε τρόπο τη δημιουργικότητα και στη μάθηση και στη διδασκαλία).
  • Αειφόρο: Το «Νέο Σχολείο» πρέπει να διαχειριστεί τις ιδέες της προστασίας του περιβάλλοντος και της αειφόρου ανάπτυξης, με την προώθηση περιεχομένων και δραστηριοτήτων και θα διαχύσει τις ιδέες αυτές σε όλα τα μαθησιακά-διδακτικά αντικείμενα (μιας και όλα τα σχετικά γνωστικά πεδία αλλά και οι καθημερινές δραστηριότητες συνδέονται με αυτές).
  • Ενταξιακό: Το χαρακτηριστικό αυτό επιβάλλεται από τη γενικότερη αρχή ότι η εκπαίδευση απευθύνεται σε όλους τους πολίτες και δεν αφήνει κανένα από τα παιδιά της «στην άκρη».
  • Ψηφιακό: Το χαρακτηριστικό αυτό επιβάλλεται από την καθιέρωση των νέων τεχνολογιών στην πρώτη γραμμή της επικοινωνία.
  • Ανοιχτό: Σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία, στις προκλήσεις των καιρών, στο διεθνές περιβάλλον της χώρας μας, στην τεχνολογική πρόοδο και στον πολιτισμό.

1.3 Υποχρεωτική Εκπαίδευση:

Νέα Προγράμματα Σπουδών Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (2011):

Αλλαγή εκπαιδευτικής κουλτούρας

Σε κάθε συζήτηση για το Δημόσιο Σχολείο που γίνεται είτε σε εξειδικευμένα εκπαιδευτικά συνέδρια, είτε μέσα από την αρθρογραφία και τα ΜΜΕ τίθεται ως κεντρικό θέμα, ως ζητούμενο ή ως μεγάλη έλλειψη της εκπαιδευτικής πολιτικής η αλλαγή της εσωτερικής εκπαιδευτικής κουλτούρας. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, δεκαετία έντονων παιδαγωγικών προβληματισμών και ριζικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη, τα εγχειρήματα για τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση «σφραγίστηκαν» από τη φράση «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι η μεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων».

Τα Νέα Προγράμματα Σπουδών (ΝΠΣ) αντιμετωπίζουν συνολικά και ενιαία την υποχρεωτική εκπαίδευση, ξεκινώντας από το Νηπιαγωγείο, αφορούν το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στοχεύουν στην εσωτερική, ποιοτική μεταρρύθμιση των Σχολείων, έχουν στο επίκεντρο το μαθητή, τον εκπαιδευτικό και τη σχολική μονάδα. Αποτελούν τη λύση και για την αναβάθμιση του ρόλου και της ταυτότητας του Γυμνασίου, που σήμερα αποτελεί μια μετέωρη βαθμίδα, που ασφυκτιά κάτω από την πίεση του Λυκείου και κυρίως των Πανελλαδικών.

Τα ΝΠΣ συντάχθηκαν από ομάδες ειδικών επιστημόνων, πανεπιστημιακών, αλλά κυρίως μάχιμων εκπαιδευτικών μέσα από μια ανοιχτή διαδικασία συμμετοχής. Εφαρμόστηκαν πιλοτικά[3] σε Νηπιαγωγεία, Δημοτικά και Γυμνάσια με πολλές παρεκκλίσεις και ελλείψεις, ενώ το 2014 σταμάτησε οριστικά η πιλοτική τους εφαρμογή χωρίς κανείς να γνωρίζει την τύχη τους.

Γιατί τα Νέα Προγράμματα Σπουδών είναι σύγχρονα, απαντούν στις ανάγκες των νέων ανθρώπων και αποτελούν την πυξίδα για τον αναπροσδιορισμό της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στη χώρα; Διότι: Λαμβάνουν υπόψη τα σύγχρονα επιστημονικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα στη χώρα, στην Ευρώπη (βλέπε Europe: 2020, Σχολείο 21ου αιώνα) και χαράσσουν το δικό μας δρόμο, θέτοντας ξεκάθαρους στόχους, αναμενόμενα μαθησιακά αποτελέσματα, αξίες, δεξιότητες και ικανότητες του ανθρώπου που θα ζήσει τον 21ο αιώνα,

Συγκεκριμένα στοχεύουν:

  • Στην απόκτηση ενός συνεκτικού και επαρκούς σώματος γνώσεων από όλες τις επιστήμες.
  • Στην ενίσχυση της ανθρωπιστικής διάστασης της εκπαίδευσης.
  • Στην καλλιέργεια σύγχρονης δημοκρατικής πολιτότητας (citizenship).
  • Στην καλλιέργεια όλων των ιδιοτήτων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων που απαιτούνται στην κοινωνία του 21ου αιώνα («ικανότητες – κλειδιά»): δημιουργικότητα, κριτική σκέψη και αναστοχαστική διαχείριση της γνώσης, μετατροπή της θεωρίας σε πράξη, ικανότητα λύσης προβλημάτων.
  • Στις μορφωτικές ικανότητες μιας δια βίου μάθησης, τα θεμέλια της οποίας οικοδομούνται στο Σχολείο: οι ικανότητες της επικοινωνίας, της επίλυσης προβλημάτων, της συνεργασίας, της δημιουργικής σκέψης και δράσης.

Στο πλαίσιο αυτό τα περιεχόμενα της διδασκαλίας-μάθησης πρέπει να αναπτύσσουν κριτικές και δημιουργικές ικανότητες, που είναι οδηγοί για την κατανόηση και δράση στη ζωή. Η αναμόρφωση των περιεχομένων από πληροφοριακή-κατακερματισμένη ύλη σε περιεχόμενα ικανοτήτων και αξιών είναι ένας κεντρικός στόχος. Ο στόχος αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την υποχρεωτική εκπαίδευση η οποία απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και η οποία δημιουργεί τα θεμέλια της μάθησης.

Έχουν στόχο οι μαθητές να γίνουν:

  • Δημιουργικές Προσωπικότητες. Πρόσωπα με αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση με κριτική και δημιουργική στάση, που μπορούν να σχεδιάζουν και να διαμορφώνουν το προσωπικό τους μέλλον, να επιδιώκουν την προσωπική ανάπτυξη, υγεία, ασφάλεια και ευημερία και να αναπτύσσουν σχέσεις με διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικά περιβάλλοντα, έτσι ώστε να συμμετέχουν με επιτυχία στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή.
  • Ενεργοί και Υπεύθυνοι Πολίτες. Πολίτες με ισχυρή συνείδηση της ελληνικής ταυτότητας που κατανοούν τις αλλαγές, αλληλεπιδρούν με τις τοπικές και παγκόσμιες κοινότητες και πολιτισμούς και υπηρετούν τις αξίες της διαφορετικότητας, του διαλόγου, της υπευθυνότητας, της δημοκρατικής και δίκαιης κοινωνίας.
  • Πολίτες ευαίσθητοι και συμμέτοχοι στην αειφόρο ανάπτυξη. Πολίτες που κατανοούν τη σχέση του ανθρώπινου με το φυσικό περιβάλλον, την τεχνολογία, τις επιπτώσεις στα κοινωνικά, πολιτιστικά και καταναλωτικά πρότυπα και συμμετέχουν στην προσωπική και κοινωνική παρέμβαση για την αειφορία.
  • Μαθητές που απολαμβάνουν τη μάθηση και μπορούν να την αξιοποιούν στη ζωή (ή μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν). Μαθητές με θετική στάση στη μάθηση, στέρεα θεμέλια ουσιαστικών γνώσεων, ικανοτήτων και αξιών που εξελίσσονται και οδηγούν τη ζωή. Μαθητές με ικανότητες να μαθαίνουν αυτόνομα και από διαφορετικές πηγές, να συνεργάζονται και να αναπτύσσουν διαπροσωπικές σχέσεις, να καλλιεργούν την ειλικρίνεια, υπευθυνότητα και αυτοπεποίθηση, να μπορούν να σχεδιάζουν το προσωπικό και συλλογικό τους μέλλον.

Επιπλέον τα Νέα Προγράμματα Σπουδών:

  • Προβλέπουν δράσεις για την κοινωνική και προσωπική ζωή. Στο πλαίσιο της ζωής του Νέου Σχολείου αναπτύσσονται δραστηριότητες, όπως: Συμμετοχή στην Τοπική Κοινότητα, Τέχνες και Πολιτισμός, Υγιεινοί τρόποι ζωής, Αειφόρος Ανάπτυξη, Τεχνολογία και ΜΜΕ, Επιχειρηματικές-Κοινωνικές Δράσεις, Παγκοσμιότητα και Τοπικότητα, Ταυτότητες και πολιτισμική πολυμορφία, Κοινωνική Συμπεριφορά, Συλλογικότητα – Αλτρουισμός (δραστηριότητες εθελοντισμού, «νοικοκυρέματος» του ίδιου του Σχολείου και της κοινότητας στην οποία ανήκει), Ανθρώπινες Σχέσεις για τη βελτίωση του κλίματος του Σχολείου (επίλυση συγκρούσεων, αντιμετώπιση εκφοβισμών κ.λπ.) κ.ά.
  • Υιοθετούν πλούσιες και δημιουργικές παιδαγωγικές που εστιάζουν στην ένταξη των μαθητών, στην αξιοποίηση των εμπειριών τους, στο διάλογο και τη συμμετοχή, τη σύνδεση με τις κοινότητες, τη διαφοροποιημένη και συνεργατική μάθηση. Σύνδεση των χώρων και των χρόνων της σχολικής ζωής (διδασκαλία, σχολικές δραστηριότητες – σύνδεση με τις τοπικές κοινότητες) σε ένα ανοικτό, ευέλικτο, συμμετοχικό και ενθαρρυντικό περιβάλλον μάθησης.
  • Επενδύουν στην αξιολόγηση για τη βελτίωση της μάθησης. Αξιολόγηση των μαθητών που κυρίως αποβλέπει στην απόκτηση της ικανότητας για συνεχή ανατροφοδότηση, βελτίωση και ενθάρρυνση της μάθησης. Στηρίζεται σε κριτήρια και αναπτύσσει τρόπους αξιολόγησης όπως επίπεδα κατάκτησης στόχων/ικανοτήτων, περιγραφική αξιολόγηση, αξιολόγηση με βάση σχέδια εργασίας (projects), αξιολόγηση με φάκελο εργασιών, αυτοαξιολόγηση μαθητών
  • Αναγνωρίζουν τον ρόλο του Εκπαιδευτικού ως φορέα αλλαγής που αναστοχάζεται διαρκώς τον κοινωνικό ρόλο του σχολικού μηχανισμού, το δικό του ρόλο εντός του Σχολείου, τις καθημερινές διδακτικές και παιδαγωγικές του πρακτικές σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των μαθημάτων και τις κοινωνικές επιπτώσεις όλων αυτών και τον ενισχύουν με τη συνεχή επιμόρφωση.
  • Είναι ανοιχτά στον Εκπαιδευτικό, το Μαθητή και την Κοινωνία και αποτελούν τη βάση σχεδιασμού της Διδασκαλίας-Μάθησης. Έτσι γίνεται η μεγάλη αλλαγή: από το σχεδιασμό της Διδασκαλίας με βάση το Σχολικό Εγχειρίδιο (κλειστό με έτοιμη γνώση), στο σχεδιασμό με βάση το Πρόγραμμα Σπουδών και την αξιοποίηση του Σχολικού Εγχειριδίου και άλλων πηγών/υλικών. Με τον τρόπο αυτό Εκπαιδευτικοί και Μαθητές είναι δρώντα υποκείμενα, που συνδέουν το Σχολείο με τη ζωή.
  • Εισάγουν το θεσμό του Ενιαίου Αναμορφωμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος στα Δημοτικά Σχολεία με διεύρυνση υποχρεωτικού ωραρίου, με Αγγλικά, Τέχνες και Πληροφορική από την Α΄ Δημοτικού, με ομίλους μαθητών για κοινωνικές δράσεις. Προβλέπει την ολοκλήρωση των βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων, με Πιστοποίηση για τα Αγγλικά και την Πληροφορική με το τέλος της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης.
  • Εισάγουν το καινοτόμο πρόγραμμα Σχολική και Κοινωνική Ζωή για την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη των μαθητών.

Το νέο Πρόγραμμα υιοθετεί νέες αρχές οργάνωσης και εφαρμογής του. Είναι ένα πρόγραμμα σπουδών:

  • Ανοικτό και ευέλικτο ως προς τον Εκπαιδευτικό ο οποίος θα έχει δυνατότητα παρέμβασης και αυτενέργειας στο περιεχόμενο και μέθοδο διδασκαλίας• ως προς τη διαδικασία σύνταξης, όπου συμμετέχουν μάχιμοι εκπαιδευτικοί, εκπρόσωποι των επιστημονικών κλάδων και των ειδικών φορέων της Πολιτείας και επίσης ως προς τον Μαθητή.
  • Στοχοκεντρικό, ώστε να περιγράφεται με σαφήνεια η ανάπτυξη των βασικών γνώσεων και δεξιοτήτων και από τις οποίες απορρέει η επιλογή περιεχομένων και διάρθρωσης της ύλης καθώς και οι μέθοδοι διδασκαλίας και αξιολόγησης.
  • Ενιαίο και συνεκτικό από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο, ώστε με βάση τους εκπαιδευτικούς στόχους να εξασφαλίζεται η συνέχεια και η σύνδεση της γνώσης μεταξύ των μαθημάτων της τάξης αλλά και από τάξη σε τάξη και βαθμίδα σε βαθμίδα.
  • Συνοπτικό ώστε να αποτελεί εργαλείο επικοινωνίας και καθοδήγησης της εκπαιδευτικής πράξης, που να είναι προσιτό στους Εκπαιδευτικούς αλλά και κατανοητό από τους γονείς. Αυτό σημαίνει ότι η ύλη θα είναι περιορισμένη και θα εξασφαλίζεται η ισορροπία ανάμεσα στα είδη μάθησης. Σημαίνει επίσης ότι η διαδικασία μάθησης ειδικά στις μικρές τάξεις ολοκληρώνεται μέσα στο Σχολείο και απαλλάσσεται η οικογένεια από το άγχος της διδασκαλίας στο σπίτι.
  • Διαθεματικό με την έννοια ότι προωθούνται και καλλιεργούνται με τρόπο εγκάρσιο, οι βασικές δεξιότητες-ικανότητες καθώς και η ανάπτυξη θεμάτων και αξιών σε όλο το εύρος των επιμέρους μαθημάτων,
  • Παιδαγωγικά διαφοροποιούμενο για να λαμβάνει υπόψη τους διαφορετικούς ρυθμούς μάθησης των μαθητών, τις ιδιαιτερότητες στην τάξη, τις διαφορετικές κοινωνικό-πολιτισμικές αναπαραστάσεις και όλα τα άλλα στοιχεία, που καθιστούν τη διδασκαλία μια μοναδική, μη-τυποποιημένη διαδικασία.
  • Ενσωματώνει στοιχεία της σύγχρονης ζωής, ώστε να καλλιεργεί την αποδοχή και την κατανόηση μέσα από τη συλλογικότητα.
  • Προωθεί νέες μεθοδολογίες, που καλλιεργούν το βιωματικό και συνεργατικό τρόπο μάθησης.
  • Χειραφετεί, αναπτύσσοντας την ικανότητα των μαθητών να παίρνουν τον έλεγχο της ζωής τους με τρόπο αυτόνομο και υπεύθυνο.

Κατευθύνσεις αλλαγών του Προγράμματος Σπουδών της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης:

  • Επικέντρωση των Προγραμμάτων της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης στα ουσιώδη της μάθησης- και στη σύνδεση των επιμέρους διδακτικών-μαθησιακών αντικειμένων.
  • Εστίαση των περιεχομένων της μάθησης σε κεντρικές, ενοποιητικές ιδέες/έννοιες/γεγονότα και διαδικασίες κλειδιά, που έχουν αξία στην πραγματική ζωή και οι οποίες αναπτύσσονται και επεκτείνονται σε όλη τη διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης.
  • Ανάπτυξη των περιεχομένων της διδασκαλίας-μάθησης σε μορφωτικά αποτελέσματα/ενέργειες/δραστηριότητες για την απόκτηση μορφωτικών αξιών, γνώσεων και δεξιοτήτων.
  • Καλλιέργεια θετικής στάσης για τη μάθηση.
  • Αξιοποίηση πολλαπλών μέσων διαμόρφωσης νοημάτων και επικοινωνίας (προφορικών, έντυπων, εικονικών, ψηφιακών και πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπιδράσεων).
  • Προγράμματα Σπουδών με σαφήνεια στους στόχους, προσανατολισμένα στην εκπαιδευτική πράξη, ανοικτά στις συνεχείς εξελίξεις, συνεχώς ανανεούμενα και ευέλικτα ώστε να αναπροσαρμόζονται στις ανάγκες των μαθητών, και στη χρήση πολλαπλών πηγών.
  • Οργανώνουν τα γνωστικά αντικείμενα στα ευρύτερα Μαθησιακά-Διδακτικά Πεδία: Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία, Ξένες Γλώσσες, Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες, Περιβάλλον, και Τεχνολογία, Σπουδές του Ανθρώπου και της Κοινωνίας, Πολιτισμός και δραστηριότητες Τέχνης, Σχολική και Κοινωνική Ζωή, Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών.
  • Επιμηκύνεται ο μαθησιακός χρόνος (μακρύτερες διδακτικές περίοδοι), Διευρύνεται η έννοια του μαθησιακού χρόνου ανοίγοντας το Σχολείο στην τοπική κοινωνία, όπου οργανώνονται όχι μόνο ενδοσχολικές δραστηριότητες για το σκοπό αυτό, αλλά μετά τη λήξη της σχολικής μέρας, μπορούν να οργανώνονται στις εγκαταστάσεις του Σχολείου δραστηριότητες με ευθύνη των τοπικών αρχών.
  • Διαδικασίες συνεχούς βελτίωσης των Προγραμμάτων Σπουδών.

Τα Νέα Προγράμματα Σπουδών αναγνωρίζουν τον καταλυτικό και αναντικατάστατο ρόλο της Παιδείας σε τρία επίπεδα:

  • Το πρώτο είναι οι αξίες και οι αρχές μιας κοινωνίας, γιατί η Παιδεία μπορεί να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε, πού είμαστε και πού θέλουμε να πάμε.
  • Το δεύτερο επίπεδο είναι η ίδια η κοινωνική ισορροπία, η κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, γιατί ποιοτικά αναβαθμισμένη Παιδεία, σημαίνει ποιοτικά αναβαθμισμένη κοινωνική συνοχή, με ισότητα ευκαιριών και δίκαιη αναδιανομή δυνατοτήτων.
  • Το τρίτο σημαντικό επίπεδο είναι η ίδια η ανάπτυξη της χώρας, ανάπτυξη και εκπαιδευτικό σύστημα συνδέονται με οργανικό τρόπο.

1.4 Νέο Λύκειο

Το Λύκειο βρίσκεται στο πιο κρίσιμο στάδιο της μόρφωσης των νέων – εδώ παίρνονται οι πρώτες βασικές αποφάσεις των μαθητών. Αποτελεί τον τελευταίο θεσμό Γενικής Παιδείας και ως εκ τούτου οφείλει να δώσει ένα ουσιαστικό μορφωτικό περιεχόμενο τόσο για την κοινωνική εξέλιξη των νέων όσο και για την εκπαιδευτική τους μετάβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Το σημερινό Λύκειο είναι το πλέον αναποτελεσματικό της τελευταίας εικοσαετίας. Στην προηγούμενή του μορφή, αυτή των Κατευθύνσεων, είχαμε το Λύκειο των δύο ταχυτήτων: Μαθήματα Κατεύθυνσης για τα οποία υποχρεωτικά ή όχι ενδιαφέρονταν οι μαθητές, αφού οδηγούσαν σε πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και τα Μαθήματα Γενικής Παιδείας τα οποία γνώριζαν καθολική απαξίωση.

Στη σημερινή του μορφή, έχουμε το Λύκειο των τριών ταχυτήτων:

  • Μαθήματα προσανατολισμού, πανελλαδικά εξεταζόμενα στα οποία εστιάζουν οι μαθητές-υποψήφιοι για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
  • Μαθήματα Προσανατολισμού μη πανελλαδικά εξεταζόμενα που η παρακολούθησή τους είναι προβληματική.
  • Μαθήματα Γενικής Παιδείας με μηδενικό ενδιαφέρον από τους μαθητές. Π.χ. Οι μαθητές της Θετικής Κατεύθυνσης διδάσκονται Βιολογία προσανατολισμού αλλά το εξετάζονται πανελλαδικά μόνο όσοι θα επιλέξουν το τρίτο Επιστημονικό Πεδίο (Επιστήμες Υγείας). Δεδομένης της μεγάλης δυσκολίας των μαθημάτων, στην καλύτερη περίπτωση η πλειοψηφία των υπόλοιπων μαθητών, που ενδιαφέρονται για είσοδο στις Πολυτεχνικές κλπ Σχολές υπομένουν στωικά τη Βιολογία Προσανατολισμού. Αντίστροφο πρόβλημα υπάρχει με τα Μαθηματικά Προσανατολισμού, τα οποία δεν εξετάζονται πανελλαδικά στο τρίτο Επιστημονικό Πεδίο.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, σε θεσμικό και λειτουργικό επίπεδο, είναι το Ενδοσχολικό Απολυτήριο. Μέχρι πέρσι, το Απολυτήριο ήταν μερικά Εθνικό και μερικά Ενδοσχολικό. Από φέτος θα είναι για όλους τους μαθητές Ενδοσχολικό. Πρόκειται για μία σοβαρή οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, όπου το Απολυτήριο είναι πλήρως Εθνικό.

Μετά την κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων και τη θεματοδότηση στις απολυτήριες εξετάσεις του Ιουνίου αποκλειστικά από τους εκπαιδευτικούς κάθε Σχολικής Μονάδας, το Λύκειο «μοιράζει» τα δικά του Απολυτήρια, με ότι αυτό συνεπάγεται. Ήδη, στο εξωτερικό, οι κάτοχοι του Ενδοσχολικού Απολυτήριου που εισήχθη το 2010-2011 (για ένα πολύ μικρό ποσοστό τελειόφοιτων) γίνονται δεκτοί μόνο σε Πανεπιστήμια που βρίσκονται στη βάση των διεθνών αξιολογήσεων.

Παράλληλα, σε όλες τις εξαγγελίες για το χαρακτήρα και τη δομή του Λυκείου διαπιστώνεται μία αντίφαση: Από τη μία πλευρά εξαίρεται η παροχή Γενικής Παιδείας αλλά από την άλλη προσφέρεται (και μάλιστα με ατελέσφορη μεθοδολογία) μία αυξανόμενη εξειδίκευση, που αναιρεί αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό. Ούτως ή άλλως, η «εξειδίκευση» είναι το αποτέλεσμα πιέσεων και σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ των εκπαιδευτικών κλάδων και του ΥΠΠΕΘ και δεν προσανατολίζεται στις ανάγκες της Τριτοβάθμιας ή/και της Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης.

Πιστεύουμε ότι οι άξονες μετασχηματισμού και εκσυγχρονισμού του Νέου Λυκείου θα πρέπει να διαμορφωθούν κάτω από τις εξής προϋποθέσεις:

  • Να βασιστούν στο Σχέδιο Νόμου για το Νέο Λύκειο (2010), το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (2009), έλαβε υπόψη το συνολικό σχεδιασμό του «Νέου Σχολείου» (2010), στηρίχτηκε στις κατευθύνσεις της ΕΕ για το Σχολείο του 21ου αιώνα (Europe 2020) και προέκυψε από τον διάλογο που διεξήχθη στα πλαίσια Διακομματικής Επιτροπής (2012) της Βουλής των Ελλήνων.
  • Να συνταχθούν τα Νέα Προγράμματα Σπουδών με εφαρμογή της φιλοσοφίας του «Νέου Σχολείου» και στα Νέα Προγράμματα Σπουδών της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (2011).
  • Το τελικό προϊόν – τυπικό και ουσιαστικό – το Απολυτήριο του Λυκείου θα πρέπει να είναι ισχυρό και να έχει την καθαρή μορφή του Εθνικού Απολυτηρίου, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις ομόρροπες χώρες της Ευρώπης. Κάτι τέτοιο είναι αναγκαία προϋπόθεση – εκτός των άλλων – τόσο για την ενδεχόμενη κινητικότητα των αποφοίτων του Ελληνικού Λυκείου σε Ξένα Πανεπιστήμια με υψηλό βαθμό στη σχετική κατάταξη όσο και στις προσλήψεις στο Δημόσιο Τομέα ή στην αγορά εργασίας. Η απόκτηση απολυτηρίου με αξιολογικές διαδικασίες που διαμορφώνονται από κάθε σχολική μονάδα ξεχωριστά, θα οδηγήσει στη γνωστή έκρηξη του ποσοστού των αριστούχων, όπως συνέβη στη δεκαετία του 1990 και στην πλήρη απαξίωση του ίδιου του Απολυτηρίου. Ένα τέτοιο αναχρονιστικό πισωγύρισμα συνιστά πλήρη άγνοια των εκπαιδευτικών πραγμάτων και θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνει η Ελλάδα νησίδα εκπαιδευτικού απομονωτισμού.
  • Η πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να στηριχτεί στο Εθνικό Απολυτήριο ή και σε Πανελλαδικές Εξετάσεις, όπως περίπου ήταν πριν από την εκπαιδευτική ανατροπή της συγκυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. Η δημιουργία Ειδικού Προπαρασκευαστικού Έτους είναι μια παλιά ιδέα, έχει πλήρως αντιεκπαιδευτικό προσανατολισμό, αφού δραματοποιείται έτι περαιτέρω ένα ούτως ή άλλως τεχνικό θέμα και όσες φορές δοκιμάστηκε να συζητηθεί σοβαρά απορρίφτηκε μετά επαίνων. Στην ουσία αφαιρεί θεσμικά και υποχρεωτικά ένα έτος από την εκπαίδευση των νέων με μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος.
  • Η Α΄ Λυκείου είναι τάξη Γενικής Παιδείας και οι τάξεις Β΄ και Γ΄ Λυκείου έχουν αυξανόμενη παρουσία μαθημάτων εμβάθυνσης.
  • Ανασχεδιασμός των Τμημάτων Προσανατολισμού κυρίως στη Γ΄ Λυκείου ώστε να εκλείψουν τα μαθήματα 2 ταχυτήτων όπως περιγράφηκε παραπάνω. Επισημαίνεται ότι η δομή και ο χαρακτήρας των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου θα πρέπει να προσδιορίσουν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της πρόσβασης στην Τριτοβάθμια και όχι το αντίστροφο.
  • Αξιοποίηση του βιβλίου της ΟΥΝΕΣΚΟ, «Η εκπαίδευση στον 21ο αιώνα», που αποτελεί και τη βάση για το περιεχόμενο της Γενικής Παιδείας σ’ όλο τον Κόσμο.
  • Αντιμετώπιση του παιδαγωγικού και πολιτιστικού ελλείμματος όχι με αποσπασματικά μέτρα όπως λ.χ. εισαγωγή μαθήματος επιλογής στη Γ΄ Λυκείου (πολύ αργά), αλλά με διάχυση των αντικειμένων στον κορμό της Γενικής Παιδείας όλων των τάξεων.
  • Ενίσχυση του Τεχνολογικού Λυκείου σ’ όλο το περιεχόμενό του, ώστε εκτός των άλλων, να εκλογικευτεί και η πλασματική πανεπιστημιακή ζήτηση – με την ακολουθούμενη μεγάλης έκτασης εγκατάλειψη σπουδών – και να αποδραματοποιηθεί το σχήμα των Πανελλαδικών Εξετάσεων.
  • Επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων διαμορφωμένης όμως με λογική, σύνεση και επαγγελματισμό. Η αλήθεια είναι ότι η βιαστική δημιουργία της Τράπεζας είχε σαν αποτέλεσμα σημαντικά λειτουργικά και παιδαγωγικά προβλήματα. Όμως, μετά από σχετική βελτίωση, κατάλληλο εμπλουτισμό και κυρίως χωρίς ακρότητες η Τράπεζα Θεμάτων μπορεί να γίνει βασικό εργαλείο αντιμετώπισης της παραπαιδείας. Παράλληλα δε, η Τράπεζα Θεμάτων αποτελεί σημαντικό εργαλείο εσωτερικής αξιολόγησης του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.
  • Η Ερευνητική Εργασία που αποτελεί μία σοβαρή καινοτομία στο Ωρολόγιο Πρόγραμμα του Λυκείου να διδάσκεται από επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς και να μην αποτελεί καταφύγιο κάλυψης ωραρίου.
  • Εκσυγχρονισμός σε θεσμικά-λειτουργικά θέματα π.χ. αναμόρφωση της νομοθεσίας για το θέμα των απουσιών καθώς και σε άλλα παιδαγωγικά ζητήματα.
  • Βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής: Τα περισσότερα Σχολεία είναι θλιβερά και μίζερα συγκροτήματα αποκρουστικών κτιρίων. Ριζική ανατροπή αυτής της αποκρουστικής εικόνας με ρηξικέλευθες παρεμβάσεις, όπως π.χ. διεθνείς αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, σύνδεση της αρχιτεκτονικής εξωτερικών και εσωτερικών χώρων με τις σύγχρονες εκπαιδευτικές ανάγκες.
  • Προώθηση των καινοτόμων προγραμμάτων στο Λύκειο: Είναι ακριβώς το μη τυπικό Σχολείο, που μας δείχνει το δρόμο για την Τυπική Εκπαίδευση.
  • Το τελευταίο και αυτονόητο: Επαναφορά της Αξιολόγησης Εκπαιδευτικής Διαδικασίας, Έργου και Εκπαιδευτικών.

1.5 Διάδοση της Καινοτομίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

Προκρίνουμε την υιοθέτηση μηχανισμών, σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, διάδοσης της εκπαιδευτικής καινοτομίας και βέλτιστων εκπαιδευτικών πρακτικών, στο σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος, από όπου και αν η καινοτομία και οι βέλτιστες πρακτικές προέρχονται: πειραματικά και πρότυπα σχολεία, οποιαδήποτε άλλη εκπαιδευτική μονάδα της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας παιδείας, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αξιολογηθούν οι έως τώρα σχετικές προσπάθειες όσο και οι διαπιστωμένα αποτελεσματικές διεθνείς πρακτικές διάδοσης της εκπαιδευτικής καινοτομίας και γενικότερα των βέλτιστων εκπαιδευτικών πρακτικών.

[1] Υπουργείο Παιδείας δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, (2010), Νέο Σχολείο, Αθήνα, http://www.edulll.gr/?page_id=7

Προσθέστε ένα σχόλιο

Διαβάστε επίσης
1. Εισαγωγή Η έννοια της μάθησης σύμφωνα με τον Bigge…